

Μ. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ
295
ΑΝΑΙΡΕΣΗ
προταθείσες πλημμέλειες πλήττεται απαραδέκτως η προσβαλλομένη απόφαση για εσφαλ-
μένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών και δεν υπάρχει άλλος
παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, απορρίπτονται και οι προταθέντες πρόσθετοι
λόγοι (: ΑΠ 1521/2010, ό.π.). Κατ’ εξαίρεση, γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση που οι πρό-
σθετοι λόγοι κατατεθούν εντός της προθεσμίας αναιρέσεως, λαμβάνουν τότε το χαρακτή-
ρα αυτοτελών λόγων και συνεπώς εξετάζονται ως προς τη βασιμότητά τους, ανεξαρτήτως
του αν στην έκθεση αναιρέσεως περιέχονται παραδεκτοί λόγοι αναιρέσεως (: ΑΠ 892/1974,
ό.π., ΑΠ 350/1977, ό.π.,
Κονταξής
, ό.π.,
Χατζηιωάννου,
σε Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινι-
κής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2012, σελ. 2957 επ.). Η τελευταία νομολογιακή θέση είναι ορ-
θή, με την προϋπόθεση, όμως ότι οι «πρόσθετοι λόγοι» στην ως άνω περίπτωση ασκούνται
όχι μόνον εντός της προθεσμίας αναιρέσεως αλλά και με την τήρηση των διατυπώσεων που
ισχύουν γι’ αυτήν (: βλ. άρθρα 474 ΚΠΔ και 473 παρ. 2 ΚΠΔ), προκειμένου να θεωρηθούν
ως αυτοτελές αναιρετήριο, οπότε, και εφόσον, πάντως, συνερευνηθούν - συνεκδικαστούν
με την προηγούμενη, απαραδέκτως ασκηθείσα, αναίρεση, δεν φαίνεται να δημιουργείται
κάποιο πρόβλημα σε σχέση με τη ρύθμιση του άρθρου 514 εδ. γ΄ ΚΠΔ (: για το ότι η αρχή
της απαγορεύσεως ασκήσεως δεύτερης αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως από τον ίδιο
διάδικο δεν ισχύει όταν οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως συνεκδικάζονται, βλ. λ.χ. ΑΠ 293/98
Υπερ 1998, 1076,
Κονταξή,
ό.π.,
Μαργαρίτη
, ό.π., σελ. 316 και υπ. 27). Τέλος, όταν με τους
πρόσθετους λόγους διευκρινίζονται απλώς οι λόγοι αναιρέσεως ή άλλοι υποβληθέντες πρό-
σθετοι λόγοι, δεν πρόκειται για νέους - διαφορετικούς λόγους (: ΑΠ 341/2000 ΠοινΧρ 2000,
897). Υποστηρίζεται, ωστόσο, ορθώς και η άποψη ότι η ανάγκη ύπαρξης παραδεκτού λό-
γου αναίρεσης θα πρέπει να διακριθεί σαφώς από το ζήτημα των χρονικών ορίων εντός των
οποίων πρέπει αυτός να προβληθεί και ότι από τη στιγμή που προβλέπονται οι πρόσθετοι
λόγοι αναιρέσεως, το αντικείμενο της αναιρετικής δίκης μπορεί να οριοθετηθεί επαρκώς και
με αυτούς, έτσι ώστε κατά τη στιγμή που ο Άρειος Πάγος επιλαμβάνεται της αιτήσεως αναι-
ρέσεως, αυτό να είναι αρκούντως καθορισμένο (βλ.
Τριανταφύλλου,
Το ορισμένο των λό-
γων της αίτησης αναίρεσης ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, ΠοινΧρ Ν΄, 1023,
Μαρ-
γαρίτη,
ό.π., σελ. 312). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται το ΕΔΔΑ
(: Απόφαση της 10.06.2010
Pecca κατά Ελλάδος, προσφυγή αρ. 33067/2008, Σκέψη 33, ιστοσελίδα ΝΣΚ), το οποίο θεω-
ρεί ότι δύναται να συμπληρωθεί η αναίρεση με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, ακό-
μη και στις περιπτώσεις που είναι απαράδεκτοι οι λόγοι αυτής. Να ληφθεί υπόψη ότι η αρ-
χική αίτηση αναιρέσεως ασκείται πλειστάκις χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, πράγμα που
επιτρέπεται κατά τον ΚΠΔ, εντός ενός προδιατυπωμένου εγγράφου ολίγων γραμμών, γεγο-
νός το οποίο δεν διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων αναιρετικών λόγων, ως αυτοί προσ-
διορίζονται από τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Η ορθή αυτή άποψη της θεωρίας και του
ΕΣΔΑ εναρμονίζεται εξάλλου και με τη γενική θεωρία περί των ανίσχυρων διαδικαστικών
πράξεων. Το απαράδεκτο ως μορφή ανίσχυρου δεν σημαίνει ανυπόστατο, δηλαδή ανυ-
παρξία της διαδικαστικής πράξης. Σημαίνει απλώς παρεμπόδιση εξετάσεως της βασιμότη-
τάς της. Συνακόλουθα, ο απαράδεκτος λόγος είναι υποστατός και έτσι ικανοποιείται καταρ-