Previous Page  15 / 58 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 15 / 58 Next Page
Page Background

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3ης ΕΚΔΟΣΗΣ

Oι συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με την Αναθεώρηση του Συντάγματος

του έτους 2001 και η αντίστοιχη νομολογιακή και θεωρητική ύλη -τόσο σε εσωτερικό όσο

και σε διεθνές επίπεδο- κατά τη χρονική περίοδο που παρήλθε από την προηγουμένη έκδο-

ση κατέστησαν εντελώς αναγκαία την προσαρμογή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου στις

νεότερες αυτές εξελίξεις. Εξάλλου και η πολύτιμη εμπειρία που αποκτάται από την επιστημο-

νική, διδακτική και δικηγορική ενασχόληση με το αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο οδηγεί

-σε αρκετά ζητήματα- και σε διαφορετικές θεωρήσεις. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε

ότι κινούμαστε σε ένα χώρο ιδιαίτερα ρευστό -σε μια κινούμενη άμμο- αφού οι θέσεις που

γίνονται δεκτές επηρεάζουν άμεσα ή έστω έμμεσα -όσο πουθενά αλλού- τη ζωή μας, την προ-

σωπική ελευθερία μας, αλλά παράλληλα και την ασφάλειά μας, την τιμή μας και γενικότερα

την προσωπικότητά μας. Χρειάζεται επομένως πολύ προσεκτική αντιμετώπιση, αποφυγή μο-

νομερών κατευθύνσεων χάριν -ενδεχομένως- μιας προσπάθειας εντυπωσιασμού της κοινής

γνώμης και κυρίως επιστημονική αυτοσυγκράτηση.

Σε κάθε περίπτωση οφείλω να τονίσω ότι οποιαδήποτε σοβαρή ερμηνευτική προσέγγιση θα

πρέπει να έχει ως βάση ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές, οι οποίες δικαιολογούν και τις

αντίστοιχες απόψεις που υιοθετούνται εκ μέρους μου στα κρίσιμα σχετικά προβλήματα.

Οι παραδοχές αυτές είναι οι ακόλουθες:

Η διασφάλιση εκ μέρους όλων των κρατικών οργάνων (και κυρίως των αστυνομικών, ει-

σαγγελικών, ανακριτικών και δικαστικών) της ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής άσκησης

των δικαιωμάτων των προσώπων που φέρονται πως έχουν τελέσει αξιόποινες πράξεις, όπως

άλλωστε επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β Σ. Ακριβώς η προσθήκη

της Συνταγματικής Αναθεώρησης του έτους 2001, σύμφωνα με την οποία κατοχυρώνεται όχι

μόνο η ανεμπόδιστη, αλλά και η «αποτελεσματική» άσκηση των δικαιωμάτων του ατόμου,

συνιστά την ειδοποιό διαφορά, η οποία θα πρέπει να καθοδηγεί τη συμπεριφορά όλων των

κρατικών οργάνων.

Σύμφωνα, όμως, με την αρχή της ισότητας των όπλων -που απορρέει από τη διάταξη του

άρθρου 4, παρ. 2 Σ.- είναι απαραίτητη και η διασφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων

που φέρονται ότι υπήρξαν θύματα τέτοιων πράξεων. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνονται αποδε-

κτές ορισμένες αποκλίσεις από την αυστηρή τήρηση της αρχής αυτής, που δικαιολογούνται

από την προφανώς πιο δυσμενή θέση, στην οποία ευρίσκεται το πρόσωπο του υπόπτου ή

κατηγορουμένου για την τέλεση αξιόποινης πράξης. Και πάλιν όμως οι αποκλίσεις αυτές δεν

μπορούν να υπερβαίνουν τα συνταγματικώς ανεκτά όρια.

Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κάθε απόφασης με ευρεία έννοια -σύμφωνα άλλω-

στε με τη διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 Σ.- αποτελεί ανεξαίρετη αρχή της δίκαιης δίκης -που

απορρέει και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α.- και, επομένως, δεν επιτρέπεται

η φαλκίδευσή της, όπως, ορθώς επισημαίνεται από την επιστήμη του Ποινικού Δικονομικού

Δικαίου με ιδιαίτερη έμφαση.