
30
Με άλλα λόγια, η έλλειψη ρυθμίσεως από τους κα-
νόνες του ισχύοντος δικαίου, μίας συγκεκριμένης περι-
πτώσεως, δεν σημαίνει χωρίς άλλο την ύπαρξη κενού.
Εφόσον πάντως πρόκειται περί αληθούς κενού, αυτό
θεραπεύεται με «
ερμηνεία
» «
πέρα από τον κανόνα του
δικαίου
» αλλά και πάλι εντός του δικαίου. Στην πραγμα-
τικότητα πρόκειται για την ανάλογη εφαρμογή, για την
κάλυψη του κενού, με χρησιμοποίηση άλλων διατάξεων
που παρουσιάζουν ουσιώδη ομοιότητα. Οι Βυζαντινοί έλε-
γαν «εκ των ομοίων τέμνεσθαι δεί τα περί ων, ού κείται
νόμος». Η πλήρωση του κενού του νόμου είναι υποχρε-
ωτική για τον δικαστή, στον οποίον απαγορεύεται ανε-
ξαιρέτως η αρνησιδικία.
Τέλος, εξακολουθεί να είναι βασική η παλαιά διά-
κριση των νόμων:
Πρώτον: Σε τέλειους (leges perfectae) όταν για την
παράβασή τους, απειλείται ακυρότητα.
Δεύτερον: Σε νόμους ημιτελείς (leges minus quam
perfectae) όταν για την παράβασή τους, δεν απειλείται
ακυρότητα, αλλά μόνον ποινή.
Τρίτον: Σε νόμους περισσότερο από τέλειους (leges
plus quam perfectae) όταν για την παράβασή τους, απει-
λείται και ακυρότητα και ποινή, και
Τέταρτον: Σε νόμους ατελείς (leges imperfectae), όταν
για την παράβασή τους δεν απειλείται ούτε ακυρότη-
τα, ούτε ποινή.
Επίσης ισχύουν πάντοτε:
I. Η ιεραρχική ενότητα της έννομης τάξης, με την
αρχή ότι ο υπέρτερος κανόνας δικαίου καταργεί τον
υποδεέστερο.