XIV
μένου συστήματος τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δύο βαθμίδων που – υπό τον
«αναιρετικό» έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας – ανέλαβαν καταρχήν τις διοι-
κητικές διαφορές ουσίας (υπό τον «αναιρετικό» έλεγχο του ΣτΕ) αλλά ακόμη και λιγό-
τερο σημαντικές ακυρωτικές διαφορές. Το εξελιγμένο αυτό σύγχρονο σύστημα, που
δέχθηκε επιρροές και από το γερμανικό διοικητικό δίκαιο αλλά και από το δίκαιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπληρώνεται από ένα άλλο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο,
το Ελεγκτικό Συνέδριο, που επίσης ανταποκρίνεται σε ευρωπαϊκά πρότυπα και συχνά
αγνοείται στην Κύπρο.
Η μετεξέλιξη αυτή του εν Ελλάδι διοικητικού δικαίου δημιουργεί προκλήσεις αλλά και
ευκαιρίες για το κυπριακό διοικητικό δίκαιο.
Πρώτον όσον αφορά την απονομή διοικητικής δικαιοσύνης. Θεωρητικό θεμέλιο της
ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης, στα ηπειρωτικά πρότυπα, υπήρξε η ανάγκη δι-
καστικού ελέγχου διοικητικών πράξεων από νομομαθείς με εξιδεικευμένες γνώσεις
και δεξιότητες, οι οποίοι να μπορούν να αντιληφθούν πραγματικά την λειτουργία της
διοίκησης ώστε να την ελέγχουν αποτελεσματικά. Το ζητούμενο αυτό είναι ξεκάθα-
ρο. Το πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί στην πράξη καθιστά εντονότερη την σημα-
σία του και υπογραμμίζει πως, μολονότι συχνά «χάνεται στην μετάφραση», ενίοτε δε
εκ του πονηρού, δεν είναι τυχαία η διεθνής διάκριση μεταξύ διοικητικής επιστήμης
(administrative science) και επιστήμης της διοίκησης (management science). Είναι γε-
γονός ότι ο μεν υπερβολικός σεβασμός (deference) των δικαστών στην εκτελεστική
εξουσία μπορεί να οδηγήσει σε διοικητική αυθαιρεσία, ο δε τυπολατρικός έλεγχος δι-
οικητικών πράξεων δύναται να δημιουργήσει ευθυνοφοβία και να οδηγήσει την διοί-
κηση σε παράλυση και μηχανιστική λήψη αποφάσεων. Η ρίζα και των δύο αυτών κα-
ταστάσεων έγκειται στην ελλιπή κατανόηση της διοικητικής λειτουργίας, η οποία όταν
υφίσταται καθιστά τον δικαστικό έλεγχο εκκρεμές κινούμενο μεταξύ των δύο άκρων.
Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη αυτόνομης διοικητικής δικαιοσύνης είναι σημαντική πρω-
τίστως για την ορθή και αποτελεσματική (effective) απονομή δικαιοσύνης και την ευ-
δοκίμηση χρηστής και αποδοτικής (efficient) διοίκησης. Η ταχεία απονομή δικαιοσύ-
νης θα ακολουθήσει σε αυτή την περίπτωση, αλλά δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός.
Η αυτονόμηση της διοικητικής δικαιοσύνης με τον διορισμό δικαστών με ουσιαστική
γνώση διοικητικού δικαίου είναι σημαντική για την καλύτερη λειτουργία του κράτους
και της κοινωνίας, με την εμπέδωση κουλτούρας νομιμότητας που θα μειώσει μακρο-
πρόθεσμα τις διοικητικές διαφορές.
Δεύτερον, όσον αφορά τις πηγές και μεθοδολογία του διοικητικού δικαίου. Πέραν
των εθνικών και πρακτικών λόγων, το διοικητικό δίκαιο στην Ελλάδα διατήρησε ση-
μαντική απήχηση στην Κύπρο αφενός μεν λόγω του νομολογιακού του χαρακτήρα
αφετέρου δε χάρη στην εύκολη πρόσβαση σε συστηματικά έργα διοικητικού δικαίου
όπως αυτά στα οποία ο συγγραφέας αποτίει δέοντα σεβασμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι
η νομοθετική κωδικοποίηση του γενικού διοικητικού δικαίου έλαβε χώρα κατά το
ίδιο χρονικό σημείο σε Ελλάδα και Κύπρο – το 1999, με την θέσπιση του μεν Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας στην μητρόπολη και του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού
Δικαίου Νόμου καθ’ ημάς. Η κωδικοποίηση ωστόσο, που εκ των πραγμάτων τείνει