ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 41

295
Fabrik
(θηλ.)
εργοστάσιο, εργαστήριο,
ab
~
εκ του εργοστασίου,
eine ~ betreiben
διατηρώ εργοστάσιο,
eine ~ gründen
ιδρύω εργοστάσιο,
eine ~ stilllegen
κλεί-
νω εργοστάσιο, διακόπτω την εργασία
εργοστασίου,
Preis ab ~
τιμή (πώλησης)
στο εργοστάσιο
Fabrikabgabepreis
(αρσ.)
τιμή εκ του
εργοστασίου
Fabrikanlage
(θηλ.)
εγκατάσταση εργο-
στασίου
Fabrikant
(αρσ.)
εργοστασιάρχης
Fabrikarbeiter
(αρσ., πληθ.-)
εργάτης ερ-
γοστασίου
Fabrikat
(ουδ.)
προϊόν, μοντέλο
Fabrikation
(θηλ.)
εργοστασιακή παρα-
γωγή, κατασκευή
Fabrikationsauftrag
(αρσ., πληθ.
Fabri-
kationsaufträge) παραγγελία εργοστασι-
ακής παραγωγής
Fabrikationsbetrieb
(αρσ.)
εργοστασι-
ακή επιχείρηση/εκμετάλλευση, επιχείρη-
ση/εκμετάλλευση εργοστασιακής παρα-
γωγής (προϊόντος)
Fabrikationsfehler
(αρσ., πληθ.-)
κατα-
σκευαστικό ελάττωμα (συν. Fertigungs-
fehler).
Fabrikationsgeheimnis
(ουδ.)
κατα-
σκευαστικό απόρρητο,
Wahrung von
~sen
τήρηση κατασκευαστικών απορρή-
των
Fabrikationskosten
(πληθ.)
έξοδα κατα-
σκευής/παραγωγής
Fabrikationslizenz
(θηλ.)
άδεια κατα-
σκευής
Fabrikationsprozess
(αρσ.)
κατασκευα-
στική/παραγωγική διαδικασία
Fabrikationsstätte
(θηλ.)
εργοστάσιο,
εργοστασιακή εγκατάσταση
Fabrikbesitzer
(αρσ., πληθ.-)
ιδιοκτήτης
εργοστασίου, εργοστασιάρχης
Fabrikbetrieb
(αρσ.)
1.
εργοστάσιο
2.
λει-
τουργία του εργοστασίου
Fabrikerzeugnis
(ουδ.)
εργοστασιακό
προϊόν
fabrikmäßig
εργοστασιακώς,
~ hergestellt
κατασκευασμένοςσεεργοστάσιο
Fabrikpreis
(αρσ.)
τιμή εκ του εργοστα-
σίου
Fabrikstilllegung
(θηλ.)
διακοπή εργα-
σίας εργοστασίου
Fabrikwasserzeichen
(ουδ., πληθ.-)
υδα-
τογράφημα κατασκευαστή
Fach
(ουδ., πληθ.
Fächer) κλάδος, ειδικότη-
τα, τομέας, μάθημα,
ein~belegen
εγγρά-
φομαι σε μάθημα, δηλώνω μάθημα,
ein
Mann vom~ sein
είμαι ειδικός
Fachabteilung
(θηλ.)
ειδικό τμήμα
F f
1...,31,32,33,34,35,36,37,38,39,40 42,43,44,45,46,47,48
Powered by FlippingBook