ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 46

300
Fahrsicherheit
Fahrzeugpapiere
Fahrsicherheit
(θηλ.)
ασφάλεια κατά την
οδήγηση
Fahrstreifen
(αρσ., πληθ.-)
λωρίδα κυκλο-
φορίας,
den ~ wechseln
αλλάζω λωρίδα
κυκλοφορίας
Fahrstreifenwechsel
(αρσ., πληθ.-)
αλ-
λαγή λωρίδας κυκλοφορίας
Fahrstuhl
(αρσ., πληθ.
Fahrstühle) ανελ-
κυστήρας
Fahrt
(θηλ.)
ταξίδι, διαδρομή,
Aufwen-
dungen für ~en zwischen Wohnung
und Arbeitsstätte
δαπάνες για τη μετά-
βαση από την οικία στο χώρο εργασίας,
eine ~ antreten
ξεκινώ ταξίδι,
eine ~ un-
terbrechen
διακόπτω ταξίδι,
während
der ~
κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
Fahrtenbuch
(ουδ., πληθ.
Fahrtenbücher)
έγγραφο στο οποίο καταγράφεται σε κά-
θε διαδρομή με ένα όχημα ο οδηγός, η
διαδρομή και η διάρκεια της διαδρομής,
βιβλίο κίνησης
Fahrtkosten
(πληθ.)
έξοδα ταξιδίου, οδοι-
πορικά
Fahrtrecht
(ουδ.)
δικαίωμα διέλευσης
Fahrtrichtung
(θηλ.)
κατεύθυνση κυκλο-
φορίας,
für Fahrzeuge vorgeschriebene
~
καθοριζόμενη (από το νόμο) κατεύθυν-
ση κυκλοφορίας για οχήματα
Fahrtrichtungsänderung
(θηλ.)
αλλαγή
κατεύθυνσης
Fahrtrichtungsanzeiger
(αρσ., πληθ.-)
δεί-
κτηςκατεύθυνσης (φλας)
Fahrtüchtigkeit
(θηλ., πληθ.-)
ικανότη-
τα οδήγησης,
Beeinträchtigung der ~
(durch Alkohol)
ελάττωση της ικανότη-
τας οδήγησης (λόγωαλκοόλ)
Fahrunterricht
(αρσ., πληθ.-)
μάθημα
οδήγησης
Fahruntüchtigkeit
(θηλ.)
ανικανότητα/
αδυναμία οδήγησης
Fahruntüchtigkeitsklausel
(θηλ.) (ασφ.)
ρήτρααπαλλαγής ασφαλιστικούφορέασε
περίπτωση οδήγησης υπό καθεστώς ανι-
κανότητας/αδυναμίας οδήγησης (π.χ. λό-
γωκατανάλωσης αλκοόλ ήάλλων ουσιών)
Fahrverbot
(ουδ.)
(§ 44 StGB, § 25 StVG)
απαγόρευση οδήγησης οχημάτων
Fahrverhalten
(ουδ., πληθ.-)
οδική συ-
μπεριφορά
Fahrweg
(αρσ.)
μη ασφαλτοστρωμένη
αμαξιτή οδός, καρόδρομος
Fahrzeug
(ουδ.)
μεταφορικό μέσο, όχημα,
σκάφος,
ein ~ beherrschen
διατηρώ τον
έλεγχο αυτοκινήτου,
ein ~ fahren
οδηγώ
όχημα,
entgegenkommendes ~
όχημα
κινούμενο αντιθέτως,
für ~e gesperrt
απαγορεύεται η διέλευση οχημάτων,
gepanzertes ~
τεθωρακισμένο όχημα,
haltendes ~
σταματημένο όχημα,
über-
holendes ~
όχημα που επιχειρεί προσπέ-
ραση,
unbefugter Gebrauch eines ~es
(ποιν.)
(§ 248b StGB) κλοπή χρήσης μετα-
φορικούμέσου (374ΑΠΚ),
vorausfahren-
des ~
προπορευόμενοόχημα,
vorbeifah-
rendes ~
διερχόμενο αυτοκίνητο
Fahrzeugbrief
(αρσ.)
(§ 20 III StVZO) έγ-
γραφο κυριότητας αυτοκινήτου (πλέον:
ZulassungsbescheinigungTeil II)
Fahrzeugführer
(αρσ., πληθ.-)
οδηγόςοχή-
ματος/αυτοκινήτου (πρβλ. 4ΝΓΠΝ/1911)
Fahrzeughalter
(αρσ., πληθ.-)
κάτοχος
οχήματος/αυτοκινήτου (πρβλ. 2 § 2 Ν
ΓΠΝ/1911)
Fahrzeugpapiere
(ουδ., πληθ.)
(vgl. §
276a StGB) έγγραφα αυτοκινήτου (δίπλω-
μα, άδεια κυκλοφορίας κλπ.)
1...,36,37,38,39,40,41,42,43,44,45 47,48
Powered by FlippingBook