ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 43

297
F
Fachplanung
Fahndungsdienst
Fachplanung
(θηλ.)
(δημ.)
ειδική διαδικα-
σία έγκρισης σχεδίων ιδιαίτερα σημαντι-
κών δημόσιων έργων
Fachrichtung
(θηλ.)
εξειδίκευση
Fachschule
(θηλ.)
επαγγελματική/τεχνική
σχολή
Fachsprache
(θηλ.)
ειδική/τεχνική γλώσ-
σα, ορολογία,
in der juristischen ~
στη
νομική ορολογία
Fachverband
(αρσ., πληθ.
Fachverbände)
σύνδεσμος επαγγελματιών/ειδικών
Fachwissen
(ουδ., πληθ.-)
ειδική γνώση,
berufliches ~
επαγγελματική γνώση
Factor
(αρσ.)
πράκτορας επιχειρηματικών
απαιτήσεων (1 Ν 1905/1990)
Factoring
(ουδ.)
πρακτορεία επιχειρη-
ματικών απαιτήσεων, σύμβαση πρακτο-
ρείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (1 Ν
1905/1990), factoring (συν. Forderungs-
kauf ),
echtes/unechtes ~
γνήσιο/μη
γνήσιο, νόθο factoring,
offenes/stilles ~
εμφανές/αφανές factoring
Factoringgeber
(αρσ., πληθ.-)
ο προμη-
θευτής, πελάτης του πράκτορα επιχει-
ρηματικών απαιτήσεων (συν. Factoring-
Kunde)
Factoringgebühr
(θηλ.)
αμοιβή του πρά-
κτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων
Factoring-Kunde
(αρσ.)
ο προμηθευτής,
πελάτης του πράκτορα επιχειρηματικών
απαιτήσεων (συν. Factoringgeber)
facultas alternativa
(λατ.)
(ενοχ.)
δια-
ζευκτική ευχέρεια (κατά την εκπλήρωση
της παροχής) (συν. Ersetzungsbefugnis)
FAGO
(Geschäftsordnung für die Finanz-
ämter)
(θηλ.)
(φορ.)
κανονισμός των δη-
μοσίων οικονομικών υπηρεσιών
fähig
ικανός, επιδέξιος, δεκτικός
Fähigkeit
(θηλ.)
ικανότητα, δεξιότητα,
analytische ~
αναλυτική ικανότητα,
be-
rufliche ~
επαγγελματική ικανότητα
fahnden
καταζητώ, διεξάγω έρευνα,
nach
einem Verbrecher ~
καταζητώ εγκλημα-
τία
Fahnder
(αρσ., πληθ.-)
ο αρμόδιος αστυ-
νομικός υπάλληλος για την αναζήτηση/
έρευνα προσώπων
Fahndung
(θηλ.)
1.
αναζήτηση/έρευ-
να προσώπων (ή πραγμάτων) από την
αστυνομία, αναζήτηση καταζητούμενων
2.
(ποιν. δικ.)
(§§ 131 ff. StPO) έρευνα/
αναζήτηση κατηγορουμένων ή μαρ-
τύρων,
allgemeine/gezielte ~
γενική/
στοχευμένη έρευνα/αναζήτηση προσώ-
πων (ή πραγμάτων),
deliktsbezogene ~
έρευνα/αναζήτηση προσώπων (ή πραγ-
μάτων) σε σχέση με κάποιο έγκλημα,
~
durch automatisierten Datenabgleich
έρευνα/αναζήτηση διαμέσου αυτόματης
σύγκρισης/αντιπαραβολής δεδομένων,
διασταύρωσης στοιχείων,
eine ~ läuft
η
έρευνα είναι υπό εξέλιξη,
eine Person zur
~ ausschreiben
κηρύσσω κάποιον κατα-
ζητούμενο, αναγγέλλω διεξαγωγή ερευ-
νών για ένα πρόσωπο,
ortsbezogene
~
τοπικά προσδιορισμένη έρευνα/ανα-
ζήτηση προσώπων (ή πραγμάτων),
per-
sonen- oder sachbezogene ~
έρευνα/
αναζήτηση συγκεκριμένου προσώπου ή
πράγματος
Fahndungsausschreibung
(θηλ.)
αναγ-
γελία έρευνας/αναζήτησης προσώπου,
κήρυξη καταζητούμενου
Fahndungsblatt
(ουδ., πληθ.
Fahndungs-
blätter) κατάλογος καταζητούμενων προ-
σώπων
Fahndungsdienst
(αρσ.)
υπηρεσία ερευ-
νών
1...,33,34,35,36,37,38,39,40,41,42 44,45,46,47,48
Powered by FlippingBook