ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 44

298
Fahndungshilfsmittel
Fahrgeld
Fahndungshilfsmittel
(ουδ., πληθ.-)
βο-
ηθητικό μέσο της έρευνας/αναζήτησης
προσώπων (ή πραγμάτων)
Fahne
(θηλ.)
σημαία
Fahnenflucht
(θηλ., πληθ.-)
(ποιν.)
(§ 16
WStG) λιποταξία (44 επ. ΣΠΚ),
Anstiftung
zur ~
ηθική αυτουργία σε λιποταξία,
~
begehen
λιποτακτώ,
Beihilfe zur ~
συ-
νέργεια σε λιποταξία,
Verleitung zur ~
υποκίνηση σε λιποταξία,
zur ~ verleiten
υποκινώσε λιποταξία
fahnenflüchtig
λιποτάκτης
Fahnenflüchtiger
(αρσ., πληθ.-)
λιποτά-
κτης
Fahrausweis
(αρσ.)
1.
εισιτήριο για τα μέ-
σα μαζικής μεταφοράς,
gültiger ~
έγκυ-
ρο εισιτήριο
2.
(ελβ.)
δίπλωμα οδήγησης
Fahrbahn
(θηλ.)
(vgl. § 2 StVO) οδόστρω-
μα,
die ~ betreten
βαδίζω επί του οδο-
στρώματος,
die ~ überschreiten
διασχί-
ζω το οδόστρωμα,
~ für beide Richtun-
gen
οδόστρωμα διπλής κυκλοφορίας,
Straße mit zwei ~en
οδός διπλής κυκλο-
φορίας,
verengte ~
επικίνδυνη στένωση
οδοστρώματος
Fahrbahnmarkierung
(θηλ.)
σήμανση
οδοστρώματος (με διαγραμμίσεις)
Fahrbahnrand
(αρσ., πληθ.
Fahrbahnrän-
der) (§ 25 StVO) άκρο του οδοστρώματος,
οριογραμμή
Fahrbahnverengung
(θηλ.)
(επικίνδυνη)
στένωση οδοστρώματος.
Fahrbewegung
(θηλ.)
ελιγμός (οχήμα-
τος),
eine ~ ausführen
εκτελώ ελιγμούς
(με όχημα)
Fähre
(θηλ.)
πορθμείο, φεριμπότ
Fahren
(ουδ., πληθ.-)
οδήγηση,
~ im Zu-
stand der Trunkenheit
οδήγηση σε κα-
τάσταση μέθης,
unachtsames ~
απρόσε-
κτη οδήγηση
fahren
οδηγώ
Fahrer
(αρσ., πληθ.-)
οδηγός,
flüchtiger
~
οδηγός που απομακρύνθηκε από τον
τόπο ατυχήματος,
rücksichtloser ~
απε-
ρίσκεπτος οδηγός,
versicherter/nicht
versicherter ~
ασφαλισμένος/ανασφάλι-
στος οδηγός
Fahrerflucht
(θηλ., πληθ.-)
(vgl. § 142
StGB) φυγή οδηγού, απομάκρυνση από
τον τόπο αυτοκινητικού ατυχήματος
(πρβλ. 43 ΚΟΚ)
Fahrerlaubnis
(θηλ.)
(§ 2 StVG) άδεια
οδήγησης,
die Entziehung der ~ an-
fechten
προσφεύγω κατά της αφαίρε-
σης άδειας οδήγησης,
eine ~ entziehen
αφαιρώ άδεια οδήγησης,
eine ~ erteilen
χορηγώ άδεια οδήγησης,
Entziehung
der ~
(§§ 69 ff. StGB) αφαίρεση της άδειας
οδήγησης,
Erteilung einer ~
χορήγηση
άδειας οδήγησης,
~ auf Probe
(§ 2a StVG)
άδεια οδήγησης επί δοκιμή,
~ zur Fahr-
gastbeförderung
άδεια οδήγησης οχή-
ματος μεταφοράς προσώπων,
Inhaber
der ~
κάτοχος άδειας οδήγησης,
jdm die
~ (vorläufig) entziehen
αφαιρώ (προσω-
ρινώς) την άδεια οδήγησης από κάποιον,
Klasse, für die eine ~ erteilt wird
τάξη
για την οποία χορηγείται άδεια οδήγησης,
Fahrerlaubnisbehörde
(θηλ.)
(vgl. § 2
StVG) αρμόδια αρχή χορήγησης αδειών
οδήγησης
fahrerlaubnisfrei
απαλλαγμένος
από
υποχρέωση λήψης άδειας οδήγησης
Fahrerlaubnisverordnung
(FeV)
(θηλ.)
διάταγμα για τις άδειες οδήγησης
Fahrgast
(αρσ., πληθ.
Fahrgäste) επιβάτης
Fahrgastbeförderung
(θηλ.)
μεταφορά
επιβατών
Fahrgeld
(ουδ.)
τιμή εισιτηρίου, ναύλα
(συν. Fahrpreis)
1...,34,35,36,37,38,39,40,41,42,43 45,46,47,48
Powered by FlippingBook