ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 45

299
F
Fahrgeschwindigkeit
Fahrschule
Fahrgeschwindigkeit
(θηλ.)
ταχύτητα
οχήματος,
höchstzulässige ~
ανώτατο
επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας,
Über-
schreiten der zulässigen ~
υπέρβαση
της επιτρεπόμενης ταχύτητας
Fahrgestellnummer
(θηλ.)
αριθμόςπλαι-
σίου (οχήματος)
Fahrkarte
(θηλ.)
εισιτήριο (μέσων μαζικής
μεταφοράς)
Fahrkartenkontrolle
(θηλ.)
έλεγχος ει-
σιτηρίων
Fahrkosten
(πληθ.)
έξοδα ταξιδίου
fahrlässig
αμελής, από αμέλεια,
bewusst
~
ενσυνειδήτως αμελώς/αμελής,
~e Be-
gehung
αμελής τέλεση,
~e Pflichtver-
letzung
παραβίαση υποχρεώσεων από
αμέλεια,
~e Schädigung
αμελής πρόκλη-
ση ζημίας,
~eUnkenntnis
άγνοιαοφειλό-
μενη σε αμέλεια,
~e Unterlassung
αμε-
λής παράλειψη, παράλειψη από αμέλεια,
~ handeln
ενεργώ αμελώς,
~es Fahren
αμελής οδήγηση,
~es Handeln
αμελής
συμπεριφορά,
grob ~
με βαρεία αμέλεια,
βαρέως αμελώς,
leicht (oder einfach) ~
με ελαφρά αμέλεια,
unbewusst ~
ασυνει-
δήτως αμελώς/αμελής
Fahrlässigkeit
(θηλ.)
(vgl. § 276 I, ΙΙ BGB,
§ 15 StGB) αμέλεια (330 ΑΚ, 28 ΠΚ),
auf ~
beruhende Unkenntnis
άγνοια οφειλό-
μενη σε αμέλεια,
bewusste ~
ενσυνείδη-
τη αμέλεια (συν. luxuria),
der Schuldner
hat ~ zu vertreten
ο οφειλέτης ευθύνεται
για αμέλεια,
die ~ fällt jdm zur Last
κά-
ποιος βαρύνεται με αμέλεια/ευθύνεται
από αμέλεια,
grobe ~
(vgl. § 277 BGB) βα-
ρείααμέλεια (πρβλ. 332ΑΚ),
Haftungwe-
gen ~
ευθύνη λόγω αμέλειας,
konkrete ~
συγκεκριμένη αμέλεια,
leichte (oder ein-
fache) ~
ελαφρά αμέλεια,
unbewusste ~
άνευ συνειδήσεως/μη συνειδητή αμέλεια
(συν. negligentia)
Fahrlässigkeitsdelikt
(ουδ.)
(ποιν.)
εξ
αμελείας έγκλημα
Fahrlässigkeitsmaßstab
(αρσ., πληθ.-)
μέτρο της αμέλειας
Fahrlässigkeitsschuld
(θηλ.)
(ποιν.)
υπο-
κειμενική υπόσταση/πλευρά του εξ αμε-
λείας εγκλήματος, η αμέλεια ως μορφή
υπαιτιότητας
Fahrlässigkeitstat
(θηλ.)
(ποιν.)
(§ 15
StGB) εξ αμελείας αξιόποινη πράξη
Fahrlehrer
(αρσ., πληθ.-)
δάσκαλος οδή-
γησης
Fahrnis
(θηλ.)
κινητή περιουσία, κινητά
πράγματα
Fahrniseigentum
(ουδ., πληθ.-)
κυριότη-
τα επί κινητών
Fahrnisgemeinschaft
(θηλ.)
(οικογ.)
(§§
1549 ff. BGB a.F.) σύστημα περιορισμένης
κοινοκτημοσύνης των συζύγων επί της
κινητής περιουσίας και των αποκτημάτων
(στο προϊσχύσαν δίκαιο)
Fahrnispfandrecht
(ουδ.)
ενέχυρο επί
κινητών πραγμάτων
Fahrnisverbindung
(θηλ.)
(αστ.)
(vgl. §
947 BGB) ένωση περισσότερων κινητών
πραγμάτων (σε ένα ενιαίο πράγμα)
Fahrnisvollstreckung
(θηλ.)
εκτέλεση
επί κινητών/στην κινητή περιουσία
Fahrpreis
(αρσ.)
ναύλα, εισιτήριο (συν.
Fahrgeld)
Fahrprüfung
(θηλ.)
εξέταση υποψήφιου
οδηγού αυτοκινήτου
Fahrradversicherung
(θηλ.)
ασφάλιση
ποδηλάτου
Fahrradweg
(αρσ.)
ποδηλατόδρομος
Fahrschein
(αρσ.)
εισιτήριο (μέσων μαζι-
κής μεταφοράς)
Fahrschule
(θηλ.)
σχολή οδηγών
1...,35,36,37,38,39,40,41,42,43,44 46,47,48
Powered by FlippingBook