ΓΕΡΜΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 42

296
Fachanwalt
Fachpersonal
Fachanwalt
(αρσ., πληθ.
Fachanwälte)
εξειδικευμένος δικηγόρος (σε τομέα δικαί-
ου)
Facharbeit
(θηλ.)
εξειδικευμένη εργασία
Facharbeiter
(αρσ., πληθ.-)
ειδικευμένος
εργάτης
Facharzt
(αρσ., πληθ.
Fachärzte) ειδικευ-
μένος γιατρός,
~ in der Ausbildung
ειδι-
κευόμενος γιατρός
Facharztausbildung
(θηλ.)
ειδίκευση
γιατρού
Fachaufsicht
(θηλ., πληθ.-)
(διοικ.)
διοικη-
τική εποπτεία νομιμότητας και σκοπιμό-
τητας (π.χ. επί των ΟΤΑ για αρμοδιότητες
που τους έχουν μεταβιβαστεί από το κρά-
τος ή στον τομέα της κοινωνικής ασφάλι-
σης)
Fachaufsichtsbehörde
(θηλ.) (διοικ.)
αρ-
χή που ασκεί διοικητική εποπτεία νομιμό-
τητας και σκοπιμότητας
Fachaufsichtsbeschwerde
(θηλ.)
προ-
σφυγή κατά της διοικητικής εποπτείας
νομιμότητας και σκοπιμότητας
Fachausbildung
(θηλ.)
τεχνική εκπαί-
δευση/κατάρτιση,
Arbeitskräfte mit ~
εργαζόμενοι με τεχνική εκπαίδευση
Fachausdruck
(αρσ., πληθ.
Fachausdrücke)
τεχνικός/ειδικός όρος, terminus technicus,
juristischer ~
ειδικός νομικός όρος
Fachausschuss
(αρσ., πληθ.
Fachausschüs-
se) επιτροπή εμπειρογνωμόνων, τεχνική/
ειδική επιτροπή
Fachbegriff
(αρσ.)
ειδική/τεχνική έννοια
Fachberater
(αρσ., πληθ.-)
ειδικός/εξειδι-
κευμένος σύμβουλος
Fachberatung
(θηλ.)
παροχή συμβουλών
από ειδικό/εξειδικευμένο σύμβουλο
Fachbereich
(αρσ.)
τμήμα (πανεπιστημί-
ου), ειδικός τομέας
Fachbibliothek
(θηλ.)
βιβλιοθήκη τμή-
ματος (πανεπιστημίου), βιβλιοθήκη ειδι-
κού τομέα
Fachgebiet
(ουδ.)
ειδικός τομέας, τομέας
ειδίκευσης
fachgemäß
σύμφωνα με τους κανόνες
της οικείας τέχνης, lege artis,
etwas ~
ausführen
εκτελώ κάτι σύμφωνα με τους
κανόνες της σχετικής οικείας τέχνης/lege
artis
Fachgremium
(ουδ., πληθ.
Fachgremien)
ειδική επιτροπή
Fachhandel
(αρσ. πληθ.,-)
εξειδικευμένο
κατάστημα/εμπόριο.
Fachhochschule
(θηλ.)
ανώτατη τεχνική
σχολή, ΑΤΕΙ
Fachkenntnis
(θηλ.)
ειδικευμένη γνώση
Fachkraft
(θηλ.)
ειδικευμένος εργαζόμε-
νος, ειδικός
fachkundig
ειδήμων, ειδικός, ικανός,
~e
Beratung
συμβουλή ειδικού
Fachleute
(πληθ.)
ειδικοί
fachlich
ειδικός, επαγγελματικός, τεχνι-
κός,
~ beurteilen
κρίνω επαγγελματικά,
~e Eignung
(vgl. § 30 BBiG) επαγγελματι-
κήκαταλληλότητα,
~geeignet
αυτός που
διαθέτει τα κατάλληλα επαγγελματικά
προσόντα,
~es Können
επαγγελματική
ικανότητα,
~es Wissen
ειδική/επαγγελ-
ματική γνώση,
~ zuständig
αρμόδιος για
το συγκεκριμένο αντικείμενο
Fachliteratur
(θηλ.)
ειδική βιβλιογραφία
Fachmann
(αρσ., πληθ.
Fachmänner) ειδι-
κός, εμπειρογνώμονας
fachmännisch
εξειδικευμένος, έμπειρος
Fachobmann
(αρσ., πληθ.
Fachobmän-
ner) διευθυντής τμήματος
Fachpersonal
(ουδ., πληθ.-)
εξειδικευμέ-
νο προσωπικό
1...,32,33,34,35,36,37,38,39,40,41 43,44,45,46,47,48
Powered by FlippingBook