ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
86
ικανότητας καταλογισμού) υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος (: δόλος
– πρόσθετος σκοπός), όπως και η περίπτωση του από αμέλεια εγκλήματος
22
.
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 69 ΠΚ, απαιτεί για την επιβολή του μέτρου
το τελεσθέν πλημμέλημα να απειλείται στο νόμο με ποινή
ανώτερη από έξι μή-
νες
. Διχογνωμία επικρατεί ως προς το εάν οι έξι μήνες αποτελούν
το ανώτατο
ή το κατώτατο όριο
της προβλεπόμενης (για το πλημμέλημα) ποινής. Αν αφή-
σει κανείς κατά μέρος όσους προσπερνούν το πρόβλημα αρκούμενοι σε επα-
νάληψη του ασαφούς γράμματος του νόμου
23
, δύο τάσεις διαμορφώθηκαν στα
πλαίσια προσεγγίσεως του συγκεκριμένου ζητήματος: κατά μία (μη κρατού-
σα) άποψη, ο νόμος αναφέρεται σε πλημμελήματα, για τα οποία η
ανώτερη
προβλεπόμενη ποινή
υπερβαίνει τους έξι μήνες
24
. Η κρατούσα, ωστόσο, σε
επιστήμη
25
και νομολογία
26
εκδοχή περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου
69 ΠΚ μόνο στα πλημμελήματα, για τα οποία απειλείται
ελάχιστη ποινή του-
λάχιστον έξι μηνών
. Πέραν της «ανοιχτής» διατυπώσεως της διατάξεως, τη
βασιμότητα της κυρίαρχης αντιλήψεως ενισχύουν και ουσιαστικής υφής επι-
χειρήματα, όπως: από τη μια, η αρχή της αναλογίας, η οποία υπαγορεύει την
επιβολή του επαχθούς μέτρου της φυλάξεως μόνο στα βαρύτερα των πλημμε-
λημάτων, και από την άλλη, η εκτίμηση πως μόνον η διάπραξη ενός σοβαρού
πλημμελήματος επιτρέπει τη συναγωγή της επικινδυνότητας του δράστη και
θεμελιώνει την πρόγνωση για την τέλεση και άλλων σοβαρών πλημμελημά-
των, η αποτροπή των οποίων επιβάλλει τη φύλαξη του ακαταλογίστου
27
.
(ii)
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η
απαλλαγή
του δράστη από την ποινή για
το έγκλημα που έχει τελέσει
λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών
του λειτουργιών
(: άρθρο 34 ΠΚ)
ή κωφαλαλίας
(: άρθρο 33 παρ. 1 ΠΚ), εξαι-
τίας των οποίων κρίνεται ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί το άδικο των πράξε-
ών του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό
28
. Αν
22. Για το όλο θέμα βλ.
Δέδε
, ό.π., ΝοΒ 1963, 369 επ.,
Κάβουρα
, ό.π.,
Τζαννετή
, ό.π.
(και εκεί παραπομπές στις θέσεις που διατυπώθηκαν στα πλαίσια ερμηνείας και
εφαρμογής της § 63 StGB).
23. Έτσι οι:
Γάφος
(Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τεύχ. Β΄, 1975, σελ. 581),
Μπουρόπουλος
(ΕρμΠΚ, τόμ. Α΄, σελ. 176) και
Τούσης/Γεωργίου
(ό.π., σελ. 228).
24. Βλ.
Κονταξή
, ΠΚ, τόμ. Α΄, 2000, σελ. 705, ΠλημΘεσ 1384/1983 ΠοινΧρ 1984, 759.
25. Βλ.
Κάβουρα
, ό.π.,
Καϊάφα-Γκμπάντι
, ό.π.,
Κατσαντώνη
, ό.π.,
Κοσμάτο
, ό.π.,
Παρασκευόπουλο
, σε Μαργαρίτη/Παρασκευόπουλο, ό.π.,
Παύλου
, Παρατηρήσεις
στην ΠλημΘεσ 618/1990, Υπερ 1991, 68 επ.,
Συμεωνίδου-Καστανίδου
, ό.π.,
Τζαννετή
, ό.π.
26. Βλ. ενδεικτικά: ΠλημΧαλκιδ 149/1985 Αρμ 1985, 760, ΠλημΚαστ 39/1997 Υπερ 1998,
105, ΠλημΧαλκιδ 246/1997 ΠοινΧρ 1997, 1375.
27. Έτσι ακριβώς ο
Τζαννετής
(ό.π., σελ. 962-963).
28. Βλ.
Κάβουρα
, ό.π.,
Συμεωνίδου-Καστανίδου
, ό.π.,
Τζαννετή
, ό.π.