8.4
αυθαιρεσίας από τις φορολογικές αρχές, ενίοτε μάλιστα και με τις ευλο-
γίες και την κάλυψη του ΝΣΚ. Και μάλιστα παρά το γεγονός, ότι οι συ-
νταγματικές διατάξεις και οι εφαρμοστέοι ερμηνευτικοί κανόνες των φο-
ρολογικών αρχών δεν επιτρέπουν ούτε αναλογική ούτε διασταλτική ερ-
μηνεία, αντιθέτως δε επιβάλλουν στενή γραμματική ερμηνεία των εφαρ-
μοστέων διατάξεων.
Είναι γεγονός ότι στον κόσμο του αγγλοσαξονικού δικαίου με τις κα-
ταβολές του common law και τις εκτεταμένες, διαπλαστικής ικανότητας,
εξουσίες του δικαστή αλλά και της περιορισμένης αναμίξεως του κράτους
στις ιδιωτικές υποθέσεις, η αυτοσυγκράτηση είναι δεδομένη τόσο στη δι-
οίκηση όσο και στη δικαιοσύνη, χωρίς να αποκλείονται αποκλίσεις από
τον κανόνα. Στην ελληνική περίπτωση δεν μπορούμε να έχουμε την ίδια
αισιοδοξία και να ελπίζουμε ότι η εφαρμογή του άρθρου 38 θα περιορι-
σθεί σε ακραίες περιπτώσεις.
Είναι γεγονός ότι γενική εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ στο δημόσιο
δίκαιο δεν είναι αποδεκτή, η δε εφαρμογή της χρηστής διοικήσεως απο-
τελεί προστασία του φορολογούμενου μόνο. Θα πρέπει όμως να τονισθεί
ότι για τις ακραίες αυτές περιπτώσεις, οι φορολογικές αρχές δεν έπα-
σχαν από έλλειψη οπλοστασίου καταπολέμησης της φοροαποφυγής. Οι
διατάξεις π.χ. του αστικού δικαίου περί εικονικότητας παρείχαν σε πολ-
λές περιπτώσεις επαρκή προστασία, ώστε η αξία του άρθρου 38 να εμ-
φανίζεται οριακή. Ιδίως εάν ληφθεί υπ’ όψιν η ευχέρεια της δημόσιας δι-
οίκησης να νομοθετεί, αφού αυτή μέσω της Κυβερνήσεως έχει τη νομο-
θετική πρωτοβουλία, ώστε διαπιστούμενα κενά στην εφαρμογή του νό-
μου να είναι εύκολο να καλυφθούν με την προσθήκη περαιτέρω προϋπο-
θέσεων στην εφαρμογή διατάξεων, που προβλέπουν ευνοϊκή φορολογι-
κή μεταχείριση φυσικών ή νομικών προσώπων προς επίτευξη αντίστοι-
χων στόχων.
Η επιχειρούμενη ανάλυση, τιθασεύει επαρκώς ένα υπάρχον πολυπλη-
θές υλικό της διεθνούς βιβλιογραφίας και πρακτικής και η μεγάλη του
χρησιμότητα εκδηλώνεται στην τεκμηρίωση των ασαφών εννοιών της δι-
ατάξεως, με την παράθεση πολλαπλών παραδειγμάτων. Τα τελευταία
αφορούν τόσο περιπτώσεις, που κρίθηκαν ως εμπίπτουσες στις σχετι-
κές περί καταπολεμήσεως της φοροαποφυγής διατάξεις όσο και περι-
πτώσεις επιλεχθεισών συναλλαγών με δημιουργία φορολογικού οφέ-
λους, που θεωρήθηκαν ότι αποτελούν σωστές επιχειρηματικές αποφά-
σεις, που δεν ενέπιπταν στο σκοπό των εφαρμοστέων εν προκειμένω δι-
ατάξεων. Η χρήση των παραδειγμάτων ως κατευθυντήρια οδηγία είναι η