Previous Page  11 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 11 / 34 Next Page
Page Background

10

στη νομολογία μετά την ΟλΑΠ 2/2009, σύμφωνα με την οποία η «διαχεί-

ριση εσόδων» αναφέρεται στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου,

που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία

αφού αυτή (εισροή) έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχουν (τα έσοδα) την

ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη αυτών. Σύμ-

φωνα με τη μελέτη, η πιο πάνω θέση ερμηνεύει το άρθρ. 256 ΠΚ de lege

ferenda και όχι de lege lata, διαστρεβλώνει το γραμματικό-λεκτικό νό-

ημα της κείμενης διάταξης, αγγίζει τα όρια της απαγορευμένης αναλογι-

κής εφαρμογής των ποινικών νόμων, παραβλέπει τη συστηματική σχέ-

ση των άρθρων 256 και 390 ΠΚ, ενώ η αναφορά στον ιστορικό νομοθέτη

είναι ελλιπής. Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 256 ΠΚ προκύ-

πτει με σαφήνεια, ότι τιμωρείται η άπιστη συμπεριφορά των διαπεπιστευ-

μένων τη διαχείριση της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας

ή της περιουσίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπαλλήλων που

σχετίζεται με τα έσοδα. Τα έξοδα ή δαπάνες, τα οποία αποτελούν τα πε-

ριουσιακά στοιχεία που εκρέουν από την περιουσία, διαμορφώνουν ένα

διαφορετικό μέγεθος σε σχέση με τα έσοδα. Ο προσδιορισμός και η εί-

σπραξη εσόδων λαμβάνουν χώρα με βάση τις διατάξεις των φορολογι-

κών κανόνων δικαίου (π.χ. Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Κώδικας

ΦΠΑ), όπου οι υπάλληλοι ενεργούν κατά δέσμια αρμοδιότητα. Αντίθε-

τα, στις περιπτώσεις, όπου οι υπάλληλοι ενεργούν κατά διακριτική ευχέ-

ρεια, αναπτύσσουν πρωτοβουλία και δεν δεσμεύονται από φορολογικές

διατάξεις για τον προσδιορισμό των εσόδων (π.χ. φορολογικός συμβιβα-

σμός, σύναψη σύμβασης εκμίσθωσης ή πώλησης δημοσίου ακινήτου), οι

σχετικές πράξεις υπάγονται στη «διαχείριση των εσόδων». Διαφορετική

είναι η έννοια της «διαχείρισης των εξόδων», που αφορά σε πράξεις δημο-

σίων, δημοτικών ή κοινοτικών υπαλλήλων ή υπαλλήλων νομικού προσώ-

που δημοσίου δικαίου που σχετίζονται με τη διάθεση ή δαπάνη ή επένδυ-

ση των περιουσιακών στοιχείων του φορέα, στον οποίο υπηρετούν. Ανα-

λογική, δε, ερμηνεία της έννοιας της «διαχείρισης των εσόδων», ώστε να

συμπεριλάβει και τη διαχείριση των δαπανών, θα ήταν αντίθετη προς τη

θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου «καμία ποινή κανένα έγκλημα χω-

ρίς νόμο» («nullum crimen nulla poena sine lege»), η οποία κατοχυρώ-

νεται στα άρθρ. 7 παρ. 1 του Συντ., 1 ΠΚ και 7 παρ. 1 της από 4.11.1950

Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974, από την οποία

απορρέει η μερικότερη αρχή «καμία ποινή κανένα έγκλημα χωρίς αυστη-

ρό νόμο» («nullum crimen nulla poena sine lege stricta»), αφού θα οδη-

γούσε σε επαύξηση του αξιοποίνου για τους υπαλλήλους που διαχειρίζο-

νται τα κρατικά έξοδα, δεδομένου ότι αυτοί θα τιμωρούνταν με το άρθρ.

390 ΠΚ, το οποίο προβλέπει ηπιότερη κύρωση. Περαιτέρω, και η συστη-

ματική σχέση των άρθρ. 256 και 390 ΠΚ οδηγεί στο αντίθετο προς την επι-