Previous Page  64 / 70 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 64 / 70 Next Page
Page Background

ANAIΡΕΣΗ

[42]

Α. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

627

Β. Φύση και σκοπός της αναίρεσης

Κατά τον Ράμμο «αναίρεσις είναι το έκτακτον, κατά το παρ’ ισχύον δίκαιον, ένδικον

μέσον, δι’ ού προσβάλλεται ενώπιον του Αρείου Πάγου απόφασις τις και ζητείται η

ακύρωσις ή εξαφάνισις αυτής δια παράβασιν κανόνος δικαίου». Κύριο χαρακτηρι-

στικό της αναιρέσεως είναι ότι με αυτήν αποδίδονται νομικά σφάλματα στην προ-

σβαλλόμενη απόφαση και τίθεται υπό την κρίση και τον έλεγχο του Αρείου Πάγου

η νομική ορθότητά της. Γι’ αυτό λέγεται χαρακτηριστικά ότι «ο Άρειος Πάγος δεν δι-

κάζει την υπόθεσιν, αλλά την απόφασιν», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Άρειος Πάγος

δεν έχει σκοπό και την απονομή της Δικαιοσύνης στις υποθέσεις που φέρονται ενώ-

πιόν του με την άσκηση του ένδικου αυτού μέσου εκ μέρους κάποιου διαδίκου

[Ράμ-

μος, «Εγχειρ. αστ. δικον. δικαίου», τόμ. 2ο 1980,1035-1036]

.

Κατά τον Κεραμέα πέρα από τις παραδοσιακές δικονομικές διακρίσεις, η αναίρε-

ση αποδεικνύεται ως «κορυφαίο» και «έσχατο» ένδικο μέσο, αφού επιζητεί την τε-

λευταία κατά κανόνα δικαιοδοτική κρίση στη συγκεκριμένη διαφορά, και μάλιστα

εκφρασμένη από το ιεραρχικά ύπατο δικαστήριο

[Κεραμεύς, «Ένδικα μέσα», Δ’ έκδ.

2007,101]

.

Πάντως, διακριτό στοιχείο της αναίρεσης, σε σχέση με τα υπόλοιπα ένδικα μέσα,

ιδίως με την έφεση, είναι ότι στο πλαίσιο της εκδίκασης αυτής, ο Άρειος Πάγος δεν

ασχολείται με την ουσία της υπόθεσης (561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή το πραγματικό

σκέλος της διαφοράς, που οφείλει να θεωρεί δεδομένο

[Νίκας, «Πολ. Δικονομία», 2007,

§ 119 αρ. 1, 404]

, δεσμευόμενος από τις πραγματικές (οντολογικές) διαπιστώσεις του

δικαστή της ουσίας, ακόμα και αν αυτές αποτελούν τη βάση διαδικαστικών προϋπο-

θέσεων

[Καργάδος, «Τιμ. τομ. Ράμμου Ι», 1979, 340 επ.

Μακρίδου, «Η αόριστη αγωγή και

οι δυνατότητες θεραπείας της», Δ’ έκδ. 2006, 145-146]

. Αντίθετα, λειτουργική αποστολή

της αναίρεσης είναι ο έλεγχος μόνο νομικών σφαλμάτων της προσβαλλόμενης από-

φασης, γι’ αυτό άλλωστε καθίσταται καίρια και αναπόφευκτη στο πεδίο αυτής η δι-

άκριση μεταξύ νομικού και πραγματικού ζητήματος

[Νίκας, ό.π., § 119 αρ. 2, 405]

. Κα-

τά τον ορισμό δε του Μητσόπουλου, περί του νομικού προσδιορισμού του πραγμα-

τικού γεγονότος, «πραγματικόν γεγονός είναι ό,τι εν των ιστορικώ βίω εκδηλούται

ως εμπειρικόν περιεχόμενον του πραγματικού του κανόνος δικαίου και γιγνώσκεται

(οντολογικώς) δια κρίσεως περί του είναι και του ούτως είναι»

[Μητσόπουλος, «Μελέ-

ται Ι», 1983, 154]

.

Κατά το ισχύον δίκαιο ο ΑΠ ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης,

όχι όμως απεριόριστα για όλα τα νομικά της σφάλματα, αλλά μόνο για τους λόγους

που αναφέρονται στον ΚΠολΔ (άρθρα 559 και 560), τους οποίους πρέπει να επικαλε-

σθεί ο αναιρεσείων

[Σινανιώτης, «Η αναίρεση», Β΄, έκδ. 2006, παρ. 2,6 και 7]

.

Σύμφωνα με το αρχικό κείμενο του άρθρου 580 ΚΠολΔ (ιδίως παρ. 3), και πριν από

τις τροποποιήσεις του Ν 2172/1993 (άρθρα 31 και 32), ο ΑΠ μετά την αναίρεση της

αποφάσεως μπορούσε να διακρατήσει την υπόθεση και να την εκδικάσει, μετά την

αποδοχή της αναιρέσεως, αν ο ίδιος έκρινε ότι η υπόθεση δεν έχρηζε περαιτέρω δι-

2

3

4