Previous Page  67 / 70 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 67 / 70 Next Page
Page Background

[42]

ANAIΡΕΣΗ

630

Α. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

άλλο μέρος, αν η ενότητα της νομολογίας ήταν ο μόνος σκοπός της αναιρέσεως, τότε

αυτό θα εμπόδιζε τη διόρθωση μίας εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου που είχε γίνει

στο παρελθόν με μία νέα ορθότερη θέση.

Γ. Αποφάσεις που υπόκεινται σε αναίρεση

Σύμφωνα με το άρθρο 552 ΚΠολΔ με αναίρεση μπορούν να προσβληθούν οι απο-

φάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων και

των εφετείων, εφόσον είναι τελεσίδικες, δηλαδή δεν μπορούν να προσβληθούν με

ανακοπή ερημοδικίας και έφεση (ΚΠολΔ 553 παρ. 1).

Γίνεται δεκτό όμως ότι η ασκηθείσα αναίρεση από τον επί της ουσίας δικασθέντα

ερήμην διάδικο, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ανακοπής ερη-

μοδικίας από αυτόν, συνιστά σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ανα-

κοπής ερημοδικίας (χωρίς μάλιστα την ανάγκη τήρησης του τύπου παραίτησης της

ΚΠολΔ 297, που αφορά ήδη ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα και μέσα), και συνεπώς η

ασκηθείσα αναίρεση είναι παραδεκτή

[ΑΠΟλ 17/2013 ΝΟΜΟΣ]

.

Οι αποφάσεις των δικαστηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 552 ΚΠολΔ υπόκεινται

στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως σε όλες τις διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται,

σύμφωνα με το άρθρο 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Έτσι

υπόκεινται σε αναίρεση και οι αποφάσεις που εκδίδονται επί υποθέσεων της εκού-

σιας δικαιοδοσίας, οι αποφάσεις που εκδίδονται επί διοικητικών διαφορών που δεν

έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και επί υποθέ-

σεων δημοσίου δικαίου που υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια με ειδικές διατάξεις

νόμου (ΚΠολΔ 1 περ. γ΄).

Οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμε-

λών πρωτοδικείων και εφετείων) υπόκεινται σε αναίρεση ανεξάρτητα, αν εκδόθηκαν

κατά την τακτική διαδικασία ή κάποια ειδική διαδικασία του ΚΠολΔ (βλ. όμως πιο

κάτω στο κείμενο, όπου ρητά αποκλείεται από το νόμο η δυνατότητα άσκησης αναί-

ρεσης).

Σε σχέση με τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως και εν γένει ενδίκου μέσου κατά

αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται εσφαλμένως κατά τον τύπο (είδος), βλ.

Βερβεσό

1975, 591 επ.]

και

Σινανιώτη

[ό.π., 21]

. Επίσης, βλ. τις ΑΠ Ολ 5/1985 ΝοΒ 1985, 1174,

και ΑΠ 452/2000

[ΝΟΜΟΣ]

, 1170/1991 ΕΕΝ 1992,706, που δέχονται ότι το επιτρεπτό

των ενδίκων μέσων προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία εκδόθη-

κε η απόφαση, όσο και από τη διαδικασία, η οποία έπρεπε να τηρηθεί κατά το νόμο

και δεν τηρήθηκε.

Πέραν των περιπτώσεων που δεν επιτρέπεται η άσκηση κανενός ενδίκου μέσου

(ΚΠολΔ 47, 193, 617 παρ. 2, 699, 824 παρ. 2, 878 παρ. 3, 883 παρ. 2 εδ. δ΄), δεν

επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως κατά ασφαλιστικών μέτρων νομής (ΚΠολΔ 734

παρ. 3), κατά διαιτητικών αποφάσεων (ΚΠολΔ 897), κατά της απόφασης που επι-

βάλλει αναγκαστική διαχείριση (ΚΠολΔ 1034 παρ. 2), κατά των αποφάσεων επικύ-

ρωσης ανωμάλων δικαιοπραξιών (άρθρο 15 ΝΔ 3958/1959), κατ’ αυτών που εκδί-

7

8

9