Previous Page  65 / 70 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 65 / 70 Next Page
Page Background

[42]

ANAIΡΕΣΗ

628

Α. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ευκρινίσεως, πλην των περιπτώσεων, των αναφερομένων στις παρ. 1 και 2 του άρ-

θρου 580 ΚΠολΔ, δηλαδή επί αναιρέσεως λόγω υπερβάσεως δικαιοδοσίας και επί

παραβάσεως των περί αρμοδιότητας διατάξεων, οπότε (όπως ισχύει έως και σήμερα

στις περιπτώσεις αυτές) είτε απέρριπτε την αγωγή ως απαράδεκτη στην περίπτωση

της υπέρβασης δικαιοδοσίας από το δικαστήριο της ουσίας

[ΑΠ 1562/2005, ΝΟΜΟΣ

ΑΠ 31/2004, ΝοΒ 2004,1358]

, είτε παρέπεμπε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο

στην περίπτωση της παραβάσεως των περί αρμοδιότητας διατάξεων

[ΟλΑΠ 5/2001,

ΕλλΔνη 2001,378]

. Σε αντίθετη περίπτωση παρέπεμπε την υπόθεση στο οριζόμενο από

τον κανονισμό Τμήμα (παραπομπής), προκειμένου δε για τους λόγους με αριθ. 1, 2,

3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είχε τη δυνατότητα να παραπέμ-

ψει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές με αυ-

τό που είχε εκδώσει την αναιρεθείσα απόφαση δικαστήριο, κατά το άρθρο 580 παρ.

3 ΚΠολΔ

[Σινανιώτης, ό.π., 7]

. Αναιρουμένης όμως της αποφάσεως και του τελευταίου

αυτού δικαστηρίου, δεν γινόταν νέα παραπομπή, αλλά ο ΑΠ δίκαζε αυτός την ουσία

της υποθέσεως (580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Με το σύστημα αυτό (αρχικό) οι διάδικοι δεν ταλαιπωρούνταν με την παραπομπή

της υποθέσεως σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο

[Πρακτικά Αναθ. Επιτροπής ΚΠολΔ,

394-395]

και ήταν ταχύτερη η περάτωση των δικών. Επίσης αποφευγόταν η δημιουρ-

γία και νέων εξόδων, αφού η νέα απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής πολ-

λές φορές προσβάλλεται με νέα αναίρεση

[βλ. όμως, ότι και η διακράτηση από τον Άρειο

Πάγο της υπόθεσης επιβαρύνει τους διαδίκους με έξοδα, Παϊσίδου, «Ιστορική εξέλιξη και με-

τάλλαξη του χαρακτήρα της διαδικασίας μετά την αναίρεση», ΕΝΟΒΕ 24, 1995, 91-136]

.

Ακολούθως, μετά την τροποποίηση του άρθρου 580 ΚΠολΔ από το άρθρο 31 του

Ν 2172/1993, ο ΑΠ κατέστη αμιγώς ακυρωτικό δικαστήριο και σε καμία περίπτω-

ση δεν μπορούσε να εκδικάσει και πάλι την ουσία της υποθέσεως, μετά την αναί-

ρεση της απόφασης

[Παπαδόπουλος, «Η αναιρετική διαδικασία», 1997,39]

. Αν όμως με-

τά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπήρχε δικονομικό έδαφος για περαιτέρω εκ-

δίκαση της υποθέσεως, αλλά υπολειπόταν μόνο η διατύπωση του διατακτικού της

αποφάσεως με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκτα-

ση της αναιρέσεως αυτής, η κατ’ άρθρο 580 παρ. 3 παραπομπή σε ισόβαθμο δικα-

στήριο ουσίας δεν αποτελούσε υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορούσε η τελει-

ωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον ΑΠ

[ΑΠ Ολ 25/2001 ΕλλΔνη

2002,92, με ισχυρή όμως μειοψηφία: περίπτωση νόμω αβάσιμης αγωγής

ΑΠ Ολ 42/2005 Ελ-

λΔνη 2005,1054: περίπτωση απαράδεκτης αγωγής]

.

Στη συνέχεια, με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν 4055/2012 επανήλθε και πάλι το προη-

γούμενο (αρχικό) σύστημα, όπως αυτό ίσχυε ακριβώς πριν από την τροποποίηση

της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ από το άρθρο 31 του Ν 2172/1993,

ενώ με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν 4139/2013 προβλέφθηκε η δυνατότητα παραπομπής

της υπόθεσης από τον ΑΠ (όταν δεν δικάζει κατ’ ουσία), εκτός από ισόβαθμο και

ομοειδές δικαστήριο (σε σχέση με αυτό που είχε εκδώσει την αναιρεθείσα απόφα-

ση), και προς το ίδιο δικαστήριο, εφόσον ήταν δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δι-