Previous Page  66 / 70 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 66 / 70 Next Page
Page Background

ANAIΡΕΣΗ

[42]

Α. ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

629

καστές. Τέλος, με το άρθρο 3 του άρθρου 1 του Ν 4335/2015, προβλέφθηκε διαδικα-

στικά η εκδίκαση της υπόθεσης από το ίδιο τμήμα του ΑΠ, δηλαδή χωρίς παραπο-

μπή στο οριζόμενο από τον κανονισμό τμήμα.

Στο παρελθόν, αλλά και αργότερα, υπήρξε ζωηρή επιστημονική διαμάχη ως προς το

σκοπό του ένδικου μεσου της αναίρεσης.

Η διαφωνία αυτή δεν έχει μόνο θεωρητική, αλλά και αξιόλογη πρακτική σημασία,

κυρίως ως προς την έκταση του ακυρωτικού ελέγχου και την οριοθέτησή του

[Μπέ-

ης, «Πολ. Δικονομία», ΙΙΙ, 1976,2075, Σινανιώτης, «Η αναίρεση», ό.π., 11]

, ιδίως δε ως προς

την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών

[Δέδες, «Η αναίρεσις εν τη ποινική δί-

κη», 1966,42, Μητσόπουλος, «Η διάκρισις νομικού και πραγματικού ζητήματος εν τη αναι-

ρετική διαδικασία», ΝοΒ 1967, 945 (948) και Schwinge, «Grundlagen des Revisionsrechts»,

1960,27. Επίσης και Γιακουμής, «Οι αόριστες έννοιες, η διακριτική ευχέρεια του δικαστή ως

αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευσή της και η δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου υπό το πρί-

σμα της αρχής της αναλογικότητας»]

.

Οι γνώμες που υποστηρίχθηκαν για το σκοπό της αναιρέσεως επικεντρώθηκαν κυρί-

ως σε δύο βασικά σημεία, δηλαδή, αν η αναίρεση αποσκοπεί στην ενότητα της νομο-

λογίας ή στην ορθή εφαρμογή (την ενότητα) του δικαίου. Ο

Οικονομίδης

[Εγχειρίδιον

της Πολ. Δικονομίας Οικονομίδη-Λιβαδά-Γιδοπούλου, έκδ. 7η, τόμ. 3ος 1926 (επανέκδ. 1988),

παρ. 245,116]

, λέγει για την αναίρεση ότι «είναι δ’ έκτακτον ένδικον μέσον, ανασταλ-

τικήν ενίοτε δύναμιν έχον και προς την των νόμων παραφυλακήν και προσήκουσαν

διαχείρισιν κυρίως αφορών», δηλαδή ότι έχει ως αποστολή τη σωστή ερμηνεία και

εφαρμογή των κανόνων του δικαίου.

Σε μας δεν έγινε δεκτή η άποψη ότι σκοπός της αναιρέσεως είναι η ενότητα της νο-

μολογίας στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του δικαίου (θέση που φαί-

νεται να επικρατεί στη Γερμανία) που υποστηρίχθηκε κυρίως από τους

Βασιλείου-

Λιβαδά

και από τον

Ράμμο

[στους Glasson-Tissier-Morel, Σύστημα Πολ. Δικονομίας, IV,

παρ. 933α,629, στα Στοιχεία Ελλην.Πολ.Δικονομίας, τόμ. 2ος, τεύχ. Α’, Γ’. έκδ. 1958 και στο Εγ-

χειρίδιο αστ.δικ.δικαίου, τόμ. 2ος 1980, παρ. 290,1035, καθώς και στα Πρακτικά της Αναθ.Επι-

τροπής ΚΠολΔ,224]

. Κατά τους υποστηρικτές της απόψεως αυτής, με την εξασφάλιση

της ενότητας της νομολογίας στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του δικαί-

ου εξασφαλίζεται και η νομική ασφάλεια των συναλλαγών. Στην άποψη ότι η ενότη-

τα της νομολογίας είναι ο κύριος σκοπός του ένδικου μέσου της αναιρέσεως αντιτά-

χθηκαν κυρίως ο

Μητσόπουλος

[«Η διάκριση πραγματικού και νομικού ζητήματος εν τη

αναιρετική διαδικασία», ΝοΒ 1967, 945 και η «Θεωρία του αστικού δικονομικού δικαίου», Δ

1970,27]

και ο

Δέδες

[«Η αναίρεσις εν τη ποινική δίκη», 1966,59]

. Την άποψη αυτή υπο-

στηρίζει σήμερα, μεταξύ άλλων, και ο

Μπέης

[«Πολιτική Δικονομία», ΙΙΙ, 1976,2076]

,

ο

Παπαδόπουλος

[ό.π., 44]

και ο

Σινανιώτης

[ό.π., 12]

, σύμφωνα με τους οποίους, η

άποψη ότι ο σκοπός της αναίρεσης είναι η ενότητα της νομολογίας δεν στηρίζεται

στο θετικό δίκαιο, αφού η νομολογία του ΑΠ δεν είναι δεσμευτική για τα άλλα δικα-

στήρια (άρθρο 87 παρ. 2 Συντ.). Toύτο εν πολλοίς, έχει θεωρητική μόνο αξία, εφό-

σον κατά κανόνα ο Άρειος Πάγος ακολουθεί την υπάρχουσα νομολογία του. Από το

5

6