Previous Page  21 / 38 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 21 / 38 Next Page
Page Background

20

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

άταξη του άρθρου 177 ΚΠΔ και αφορούν στην

απροσωπόληπτη κρίση που προ-

κύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγο-

νότων

(

Στέργιου Αλεξιάδη,

Ο έλεγχος της αλήθειας στην Ποινική Δίκη, Τιμ. τόμ.

Κοτσίρη, 2004, σελ. 69 επ.),

την αξιοπιστία των μαρτύρων

και την

αξία των άλ-

λων αποδείξεων

. Η ελευθερία του δικαστή κατά την αξιολόγηση των αποδεικτι-

κών μέσων οφείλει να είναι απεριόριστη –ακριβώς για τη διακρίβωση της τέλεσης

των εγκλημάτων, (βλ. λ.χ. άρθρο 239 παρ. 2 ΚΠΔ), όχι όμως και αυθαίρετη, αλ-

λά να διέπεται από τις αρχές της λογικής και της πείρας και να εκδιπλώνεται μέσα

στα όρια που χαράσσει η συνείδησή του (βλ. άρθρα 138 ΚΠΔ και 93 Συντ.). Συνά-

μα, πρέπει να μην επηρεάζεται από τρίτους παράγοντες, αλλά να εγκύπτει με φει-

δωλότητα και φρόνηση στις διεξαγόμενες συζητήσεις και να εξετάζει ανυπερθέ-

τως την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, δηλ. αν αυτή αποσπάσθηκε με

σωματική ή ψυχολογική βία και κακοποίηση, ναρκοανάλυση και άλλες συσκευές

κατασκευής φενακισμένων συνειδήσεων (λ.χ. τη διατριβή της

Τσήτσουρα

) –που

καθετοποιεί την αρνητική διάσταση της προκειμένης δικαστικής υποχρέωσης– ή

κυρίως, η διερεύνηση εκείνων των στοιχείων που ενσαρκώνουν καταφατικά και

αγάγουν απρόσκοπτα στη στόχευση της δικανικής και κυρίως, της ουσιαστικής

αλήθειας. Πάντως, ο νομοθέτης κάνει ειδική μνεία στο προσωπικό αποδεικτικό

μέσο των μαρτύρων, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως προσδίδει ιδιαίτερη και

διακεκριμένη σημασία σε αυτό το μέσο, που ακολούθως όμως σχετικοποιείται με

την περίφραση «την αξία των άλλων αποδείξεων» η βαρύνουσα σημασία της μαρ-

τυρικής απόδειξης και η ένταξή της στον αποδεικτικό συγκαθορισμό. Στην ποινική

δίκη πραγματώνεται ο διττός σκοπός του ποινικού δικαίου, ήτοι η προστασία των

εννόμων αγαθών –μέσω της τιμωρίας των ενόχων και της αθώωσης των μη εμπλε-

κομένων– και η προστασία του υποκειμένου από την κρατική αυθαιρεσία. Από τη

γενική αυτή αρχή, συνάγονται ορισμένες ειδικότερες αρχές όπως, της ανάκρισης,

όπου το ίδιο το δικαστήριο ευθύνεται για τη συλλογή του πραγματικού υλικού,

του απεριόριστου των αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό

των άρθρων 179 εδ. 1 και 178 ΚΠΔ, που περιγράφουν την ενδεικτική απαρίθμηση

των αποδεικτικών μέσων και της ηθικής απόδειξης.

— Στη συνέχεια, διαρθρώνεται η ύλη με βάση τα όσα προεκτέθηκαν συνοπτικά.

Στο πρώτο μέρος εξετάζεται η συστηματική της πραγματογνωμοσύνης ευρύτερα

στο Δίκαιο, με έμφαση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, στο δεύτερο μέρος, οι δια-

κρίσεις και στο τρίτο μέρος, οι μορφές εμφάνισης ή οι κυριότερες πραγματογνω-

μοσύνες. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ενλόγω θέμα είναι παλαιό, ως προς τη δομή

του και νέο, ως προς τις εξελίξεις του.

Αν όμως, δεν εισαχθεί η εγκληματολογική πραγματογνωμοσύνη στην ποινική

διαδικασία, η αλήθε ια –και ίσως η δίκαιη δίκη– σε αυτή, θα παραμένει ένα ανεκ-

πλήρωτο αίτημα. Η πενιχρή εγκληματολογική παιδεία των δικαστών –αφού δεν

διδάσκονται Εγκληματολογία με ευρεία έννοια στην αρμόδια σχολή– δεν αντικαθί-

σταται πάντοτε, από την φιλοτιμία ορισμένων ακοίμητων δικαστικών λειτουργών.

Η πραγματογνωμοσύνη (άρθρα 270, 368-388, 390-392 ΚΠολΔ, 19 ΕισΝΚΠολΔ,

ή expertise, expert evidence, treatise, expert’s opinion, expert’s report κα-

τά την αγγλική νομική ορολογία) και ο πραγματογνώμων (άρθρα 370, 373, 375,