

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
17
μένη απόφαση του δικαστηρίου. Μόνη η ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των
πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης». Με την προκειμένη νομοθε-
τική αποτύπωση, τα αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόντα αξιόποινης παρανομί-
ας, αμέσως ή εμμέσως, δεν δύνανται να εξασκούν επιρροή σε βάρος του κατηγο-
ρουμένου. Τόσον η διάταξη αυτή, όσο και η διάδοχή της που την αντικατέστησε με
το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν 3674/2008 –και τελεί σε ισχύ– προσέδωσαν ουσιαστικό
περιεχόμενο στην αρχή ότι η
αλήθεια
στην ποινική δίκη δεν επιδιώκεται έναντι
οποιουδήποτε τμήματος (Εισηγ. Έκθ. Ν 2408/1996, ΠοινΧρ ΜΣΤ΄, 749 επ.). Σύμ-
φωνα με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ «αποδεικτικά μέσα, που έχουν
αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην
ποινική διαδικασία». Όπως παρατηρούμε, η νεότερη διάταξη απλουστεύθηκε ένα-
ντι της προηγούμενης και συνάμα, διευρύνθηκε κατά περιεχόμενο, καταλαμβάνο-
ντας ολόκληρο το εύρος της ποινικής διαδικασίας, όπως άλλωστε είναι και το ορ-
θότερο. Αμφότερες οι ως άνω διατάξεις, καθιδρύουν μία εξαρτημένη από την
προγενέστερη και δη αξιόποινη συλλογή του αποδεικτικού μέσου, απαγόρευση
αξιοποίησής της και τώρα πλέον, σε όλο το εύρος της ποινικής διαδικασίας. Η ρη-
τή και κατηγορηματική διατύπωση της νέας και ισχύουσας διάταξης, αποκλείει –
όχι την απόκτηση, αλλά– την αξιοποίηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων επί
ποινή ακυρότητας. Ειδικότερα, με τη φράση «ή μέσω αυτών» φαίνεται ότι εισάγε-
ται στην ελληνική νομοθεσία η θεωρία «των καρπών του δηλητηριώδους δέν-
δρου». Αναφορικά με τα αποδεικτικά μέσα, που είναι νόμιμα, αλλά προέρχονται
από παράνομα αποδεικτικά μέσα, γίνεται δεκτή η δυνατότητα αξιολόγησής τους,
εάν το νόμιμο αποδεικτικό μέσο δεν εξαρτάται από το παράνομο, κατ’ ανάλογη
εφαρμογή του άρθρου 175 εδ. α΄ ΚΠΔ. Κατά παρεμφερή διατύπωση της αμερικά-
νικης νομοθεσίας και τάξης –και λόγω του νομολογιακού της χαρακτήρα– όταν οι
συλλεγέντες δηλητηριώδεις καρποί ευρίσκονται σε μακρυνή και χαλαρή σύνδεση
με την επιλήψιμη ανακριτική διαδικασία, τότε το αρνητικό στίγμα της τελευταίας
δεν αφήνει πλέον ίχνη σε αυτούς (Βλ.
Δημητράτου Ν.,
Περί των αποδεικτικών
απαγορεύσεων στην ποινική δίκη, Ποινικά 35 σελ. 60). Η επονομασθείσα αρχή της
ηθικής απόδειξης έγκειται στο γεγονός ότι ο ΚΠΔ δεν δεσμεύει τον ποινικό δικα-
στή κατά τον τρόπο αξιολόγησης, το περιεχόμενό της, καθώς και την αποδεικτική
ισχύ που θα προσδώσει στο αποδεικτικό μέσο. Όμως, οι
αποδεικτικές απαγορεύ-
σεις
αποτελούν, ούτως ή άλλως, περιορισμούς στην ελεύθερη αναζήτηση και αξι-
οποίηση των αποδεικτικών υλικών, και κατά τούτο, δεσμεύουν τον δικαστή ως
προς την ελεύθερη ή όχι συλλογή και αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων. Επο-
μένως, η ποινικοδικονομική αρχή της
ηθικής απόδειξης
, δεν καθιστά –εξ ορι-
σμού– τον δικαστή ελεύθερο να επιλέξει αυτοβούλως τα διάσπαρτα αποδεικτικά
μέσα, τα οποία ακολούθως θα αξιολογήσει, αλλά τον καθιστά ελεύθερο
μόνο
ως
προς τον
τρόπο αξιολόγησης
αυτών, υιοθετώντας την κατά την κρίση του ορθό-
τερη λύση, όπως άλλωστε προκύπτει και από τη ρητή και κατηγορηματική διατύ-
πωση του άρθρου 177 ΚΠΔ. Η προκειμένη επιλογή των αποδεικτικών μέσων –επί
των οποίων θα εκφέρει ο δικαστής την κρίση του– προβλέπεται τόσο από τον ΚΠΔ,
όσο και από το Σύνταγμα, ενώ στις οικείες διατάξεις αυτών των νομοθετημάτων
έχει ήδη προβεί ο νομοθέτης στη
στάθμιση
των μεσολαβούντων, αντιτιθέμενων