

16
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
αλυσίδα του συλλογισμού, λόγω του μήκους της. Στην δεύτερη περίπτωση, τα δι-
ατυπούμενα συμπεράσματα δεν είναι πειστικά, διότι δεν προέρχονται από ομολο-
γούμενες ή πιθανές προτάσεις. Εκ τούτων, έπεται αναγκαίως, ότι το ενθύμημα και
το παράδειγμα προσάγονται επί ζητημάτων τα οποία συνήθως ενδέχεται να επιλύ-
ονται ούτως ή άλλως, το μεν παράδειγμα ως επαγωγή, το δε ενθύμημα ως συλλο-
γισμός, αποτελούμενος όμως από ολίγες προτάσεις και συνήθως λιγότερες από
όσες αποτελούν τον
άρτιο συλλογισμό
. Έτσι λοιπόν, εάν κάποια πρόταση είναι
γνωστή, δεν πρέπει –επ’ ουδενί– να την αναφέρουμε, διότι την προσθέτει ο ίδιος ο
ακροατής … Το
πιθανόν
είναι το συνήθως γενόμενο και όχι το γενικώς δημιουρ-
γούμενο, όπως μερικοί το ορίζουν. Αφορά δε πράγματα, τα οποία ενδέχεται να
συμβαίνουν και κατ’ άλλο τρόπο. Η σχέση δε του πιθανού προς αυτό τούτο το
γε-
γονός
, από το οποίον απορρέει η πιθανότητα, είναι η σχέση
του γενικού
προς το
μερικό
. Από τις αποδείξεις, άλλες μεν λαμβάνουν χώρα από το μερικό προς το γε-
νικό, άλλες δε, από το γενικό προς το μερικό. Εξ αυτών, όσες είναι αναγκαίες
ονομάζονται
τεκμήρια
, όσες δε δεν είναι αναγκαίες, δεν διαθέτουν ιδιαίτερο όνο-
μα που να ανταποκρίνεται σε αυτή τη διάκριση. Ως αναγκαίες
ενδείξεις
, ο Αριστο-
τέλης χαρακτηρίζει εκείνες, εκ των οποίων δύναται να καταρτισθεί συλλογισμός.
Επομένως, τεκμήρια είναι οι ενδείξεις, οι οποίες έχουν αυτή την ιδιότητα. Διότι,
όταν νομίσει κανείς ότι είναι ανεπίδεκτο ανασκευής το λεχθέν, τότε φρονεί ότι
χρησιμοποίησε «τεκμήριο», ήτοι κάτι αποδεδειγμένο και τελειωμένο, καθόσον οι
λέξεις «τέκμαρ» και «πέρας» έχουν την αυτή σημασία στην αρχαία γλώσσα. Αλλ’
εν συνεχεία προς τα ανωτέρω θα πραγματευθούμε επί τροχάδην και περί των λε-
γομένων
ατέχνων αποδείξεων
. Διότι αυτές προσιδιάζουν στον δικανικό λόγο και
διακρίνονται σε πέντε είδη: Τους νόμους, τους μάρτυρες, τις συμβάσεις, τις κατα-
θέσεις ως προϊόν βασανιστηρίων και τον όρκο … Είναι προφανές ότι, εάν ο γρα-
πτός νόμος είναι αντίθετος προς την άποψη την οποία υπερασπίζουμε, πρέπει να
επικαλούμαστε το
άγραφο δίκαιο
και την
επιείκεια
, που ανταποκρίνεται πληρέ-
στερα στην έννοια της δικαιοσύνης. Επίσης, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως
τούτο σημαίνει το
κατά συνείδηση κρίνειν
, ότι δηλαδή δεν πρέπει οι γραπτοί νό-
μοι να εφαρμόζονται κατά γράμμα. Και ότι ο
νόμος της επιείκειας
παραμένει πά-
ντοτε και ουδέποτε μεταβάλλεται, όπως επίσης και
ο άγραφος νόμος
(διότι, είναι
σύμφωνος προς την φύση), ενώ οι γραπτοί νόμοι πλειστάκις μεταβάλλονται …
Επίσης μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι το
δίκαιον
είναι
το αληθινόν και συμφέ-
ρον
, όχι όμως και το θεωρούμενο ως τέτοιο και επομένως ότι δεν είναι πράγματι
νόμος ο γραπτός νόμος, διότι δεν εκπληρώνει τον προορισμό του νόμου. Και ότι ο
δικαστής είναι όπως ο
εμπειρογνώμων
του αργύρου, για να διακρίνει το κίβδηλο
δίκαιο και το αληθινό. Καθώς και ότι άξιον των καλυτέρων ανδρών είναι να εφαρ-
μόζουν και να τηρούν τους άγραφους νόμους μάλλον, παρά τους γραπτούς.
4.
Σύμφωνα με το προηγηθέν δίκαιο, η παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, η οποία προ-
στέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 Ν 2408/1996 (ΦΕΚ Α΄ 104/4.6.1996) είχε ως εξής:
«Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών,
δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή την λή-
ψη μέτρων καταναγκασμού εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλού-
νται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογη-