

18
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
συμφερόντων, που αφορούν στους αναγκαίους περιορισμούς κατά τη διαδικασία
συλλογής και αξιοποίησης του αποδεικτικού υλικού. Έτσι λοιπόν, εάν ένα αποδει-
κτικό μέσο έχει αποκτηθεί κατά προφανή παράβαση του οικιακού ασύλου που
προστατεύεται ρητά και πρωτίστως στο άρθρο 9 Συντ. ή κατόπιν παραβίασης των
προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α εδ. β΄ του Συντάγματος ή ακόμη και του πρώ-
του εδαφίου του άρθρου αυτού «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλ-
λογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του
δεδομένων»), και όταν μάλιστα, το άρθρο 19 παρ. 3 –που προστέθηκε με το Ψήφι-
σμα της 6.4.2001– αναφέρει ότι «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που
έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α» ή
επίσης, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων που θεσμοποιούν τους τρό-
που και τα όρια διενέργειας των ανακριτικών πράξεων (άρθρα 251 επ. ΚΠΔ) και
ιδίως των «ερευνών» (άρθρα 253 επ. ΚΠΔ), ο νόμος δεν παρέχει στον δικαστή το
δικαίωμα να το αξιοποιήσει, να το αξιολογήσει και να αχθεί σε καταδικαστική
απόφαση, επικαλούμενος την αρχή της ηθικής απόδειξης, αλλά αντίθετα επιτάσ-
σει και συνταγματικά, την απαγόρευση αυτών των διαδικασιών, καθώς έχει προ-
κρίνει την προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και της ανθρώπι-
νης αξιοπρέπειας, έναντι της ελεύθερης και ακώλυτης αναζήτησης των αποδεικτι-
κών στοιχείων (βλ. σχετ.,
Α. Κονταξή,
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Συνδυασμός
θεωρίας και πράξης, Δ΄ έκδοση, 2006, σελ. 1214. —
Κ. Τσουκαλά,
Η ελευθέρα
εκτίμησις αποδείξεων, ΕΕΝ Ε΄, 321 επ. —
Βλήτα - Κόντακου,
Η αρχή της αναζήτη-
σης της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με την αρχή της ηθικής αποδείξεως στην
ποινική δίκη, Νομική Επιθεώρηση 1999, 119 επ. —
Δ. Κατζουράκη,
Η έννοια της δι-
κανικής πεποίθησης και η σχέση της με την απόδειξη στην ποινική δίκη, Δίκη 30,
179 επ. —
C. Dedes,
Beweissysteme und Beweisbefugnisse des Richters im
Strafverfahren, Τιμ. τόμ. Κ. Μπέη, 2003). Εάν αντίστροφα, η απόκτηση ή η αξιο-
ποίηση ενός αποδεικτικού μέσου, δεν προσκρούει σε συνταγματικό ή δικονομικό
κανόνα, τότε ο δικαστής μπορεί να το λάβει υπόψη του, προσδίδοντας σε αυτό
την αποδεικτική δύναμη που κατά την πεποίθησή του κρίνει, ενώ περιορίζεται μό-
νο από την υποχρέωση
αιτιολογίας
της εκδοθείσας απόφασης. Συνεπώς, η αρχή
της ηθικής απόδειξης δεν παρέχει στον δικαστή απεριόριστα τη δυνατότητα επιλο-
γής των αποδεικτικών μέσων, αλλά η προσαγωγή ενώπιόν του πραγματοποιείται
με βάση τους οικείους συνταγματικούς και δικονομικούς κανόνες, αφού ο ίδιος ο
δικαστής άλλωστε –κατά το άρθρο 87 παρ. 2 Συντ.– κατά την άσκηση των καθηκό-
ντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και σε καμία περίπτωση
δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν –τυχόν- τεθεί κατά
κατάλυση του Συντάγματος. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις λοιπόν, δεν δύνανται
να ανατραπούν από την αρχή της ηθικής απόδειξης, ούτε ο δικάζων δικαστής δύ-
ναται να λάβει κατά νου και πολύ περισσότερο, να σταθμίσει, να αξιολογήσει πα-
ράνομο –με την ανωτέρω έννοια– αποδεικτικό μέσο, διότι τότε διαπράττει κατ’
ανεπίτρεπτο τρόπο υπέρβαση εξουσίας, ενώ παράλληλα, υποσκάπτει τα θεμέλια
της οργάνωσης και λειτουργίας της Πολιτείας, κατ’ άρθρα 26 επ. Συντ. Φραγμό
στη ναρκοθέτηση της ηθικής απόδειξης συνιστά κυρίως, η ειδική και εμπεριστα-
τωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης με την έννοια, ότι αυτή οφείλει να