Previous Page  20 / 38 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 20 / 38 Next Page
Page Background

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

19

μην είναι γενική, αλλά να αποφαίνεται επί του εξεταζόμενου και προφανώς εριζό-

μενου θέματος και ταυτόχρονα, όσο γίνεται συγκεκριμένη, χωρίς αντιφάσεις,

συγχύσεις και αοριστίες, αλλά κατά τρόπο κωδικοποιημένο, που κατά τη σημειο-

λογική παραδοχή του Saussure, σημαινομένου προς σημαίνον –δηλ. κατά μετάθε-

σή του στο νομικό χώρο- τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα να προσιδιάζουν στον προ-

σήκοντα δικονομικό κανόνα. Με την προκειμένη ελεύθερη εκτίμηση των αποδει-

κτικών μέσων συνάγεται ότι ο ποινικός δικαστής δεν υποτάσσεται σε κάποιο προ-

καθορισμένο σύνολο νομικών κανόνων, οι οποίοι ορίζουν –δήθεν– τον τρόπο αξιο-

λόγησης των αποκτώμενων και προσαγόμενων ενώπιόν του μέσω αυτών. Πρώ-

τον, διότι δεν υπάρχουν σχετικές προβλέψεις και δεύτερον, επειδή η διεργασία

αυτή, καταλείπεται στη δευτερογενή ή παράγωγη στάθμιση του δικαστή –όχι

πρωτογενώς των αντιτιθέμενων επιδιώξεων ή της επιτρεπτικότητάς τους ή ακόμη

και της ίσης βαρύτητάς τους –ο οποίος «κατά την πεποίθησή του» άγεται στην εκά-

στοτε εξατομίκευση της ηθικής απόδειξης. Η πεποίθηση αυτή, που γνωστοποιείται

με την εκφορά της δικαστικής απόφασης –που δικονομικά ενυλώνει την κρίση του

–στηρίζεται σε δύο άξονες: Στη φωνή της συνείδησής του, η οποία –σε αντικειμενι-

κό και επιστημονικό επίπεδο– οφείλει να υποτάσσει τη σφαίρα του ασυνειδήτου,

με τις εσωγενείς ενορμήσεις και τις απωθημένες εμπειρίες, κατά τρόπο άλογο και

άχρονο, στις δομές του συνειδητού όντος, να αφομοιώνει τις εκάστοτε ψυχικές

λειτουργίες στο λογικό – γλωσσικό απρόσωπο σύστημα και να αρτιώνει τις πολύ-

πλοκες σχέσεις της ψυχικής αρχιτεκτονικής με την εγκεφαλική οργάνωση (Βλ.

Henri Ey,

Η Συνείδηση, μτφρ. Επ. Ξενόπουλου, εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 11-476

και τίτλος πρωτοτύπου,

Henri Ey,

La Concience, Paris 1968).

Διαρκής μέριμνα του δικαστή λοιπόν, πρέπει να είναι η μόνιμη απώθηση του ασυ-

νειδήτου, καθώς οι παρωθήσεις αυτού για να κατευθύνουν τη συνείδηση πρέπει

να υποστούν μεταβολή, μεταμόρφωση και εξιδανίκευση. Παράλληλα, το «εγώ»

που χαρακτηρίζεται από ισχνότητα και σύγχυση, οφείλει να αφυδατώνεται και να

προσωποποιείται από το «πληθωρικό εγώ». Η

πραγματικότητα

του ανθρώπου –

άρα και του δικαστή- δεν ανιχνεύεται μέσα στον μοριακό «δομισμό» του εγκεφά-

λου του, ούτε εντός της αφηρημένης γλωσσικής αποτύπωσης, αλλά προεχόντως

μέσα στην οργάνωση του οργανισμού που συγκροτεί τον εαυτό του, συνδέοντας

με το σώμα του και τη γλώσσα του, το πριν, το παρόν και το μέλλον. Όταν ομιλού-

με για γλώσσα, δεν εννοούμε βέβαια τη Λακανικής έμπνευσης συγκρότηση της

ασυνείδητης δομής ως γλώσσας, αλλά τη συμβατική και ευρέως αποδεκτή εκφο-

ρά, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, ταυτίζεται με τη δικαστική απόφαση, τις

δικαστικές πράξεις που εξομοιώνονται με αυτήν (λ.χ. βουλεύματα), όπως και στα

είδη που διακρίνεται. Η δικανική πεποίθηση δεν μπορεί να είναι ελεύθερη, γιατί το

άρθρο 177 ΚΠΔ δεν μνημονεύει κάτι σχετικό, αλλά να προβαίνει ερμηνευτικά με

βάση την κοινή πείρα, τους κανόνες της λογικής (βλ. τα έργα του

Hegel

, του

Κων.

Τσάτσου

, του

Δεσποτόπουλου

κ.ά.) και την φύση των πραγμάτων. Η αποδέσμευ-

ση του δικαστή από πρωτόλειους αποδεικτικούς κανόνες, όπως ορθά επισημαίνει

ο

Δέδες

«Θεωρητικά Προβλήματα» –δεν ισοδυναμεί με αντίστοιχη αποδέσμευση

από τους κανόνες της ανθρώπινης σκέψης και λογικής. Οι ορίζουσες που πλαισι-

ώνουν και διατέμνουν την ανωτέρω

δικανική πεποίθηση

καταγράφονται στη δι-