ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 23

3
abandon
(ουσ. αρσ.)
, εγκατάλειψη, πα-
ραίτηση,
abandon de créance (ou aux
créanciers)
, εγκατάλειψη απαίτησης,
abandon
d’actif,
εγκατάλειψη ενεργητι-
κού,
abandon
des conclusions
, παραί-
τηση από τις προτάσεις,
abandon du do-
micile conjugal
, εγκατάλειψη συζυγικής
στέγης, (
βλ. séparation de fait
),
abandon
d’enfant
, εγκατάλειψη τέκνου,
abandon
d’épave
, εγκατάλειψη ναυαγισμένου
πλοίου,
abandon
de famille,
εγκατάλει-
ψη οικογένειας (γαλλΠΚ 227-3),
abandon
du foyer (ou du domicile conjugal)
,
εγκατάλειψη οικογενειακής (ή συζυγικής)
στέγης
abandon malicieux,
κακόβου-
λη εγκατάλειψη,
abandon
du navire et
du fret
, παραχώρηση (σε πιστωτές) του
πλοίου και του φορτίου,
abandon de la
plainte
, παραίτηση από μήνυση,
aban-
don de possession
, εγκατάλειψη νομής,
abandon
de poste
, εγκατάλειψη θέσης,
abandon
de procédure,
εγκατάλειψη
διαδικασίας,
abandon
de propriété
,
εγκατάλειψη κυριότητας,
abandon
de
terres
, εγκατάλειψη γαιών,
abandon
de véhicule
, εγκατάλειψη οχήματος,
concordat par
abandon
, συμβιβασμός
με εγκατάλειψη περιουσιακού στοιχείου
(από πτωχεύσαντα σε πιστωτές),
déclara-
tion judiciaire d’abandon,
διάταξη (του
δικαστηρίου) περί εγκατάλειψης τέκνου,
laissé à l’abandon
, εγκαταλελειμμένος.
abandonnataire
(ουσ. αρσ.)
, o επωφε-
λούμενος της εγκατάλειψης.
abandonnateur, -trice
(ουσ.),
ο εγκατα-
λείπων την περιουσία του.
abandonnement
(ουσ. αρσ.)
, εγκατά-
λειψη, παραχώρηση,
abandonnement
d’immeuble au conjoint
, παραχώρηση
ακινήτου σε σύζυγο,
abandonnement
des biens,
εγκατάλειψη περιουσιακών
αγαθών,
contrat d’abandonnement
,
σύμβαση παραχώρησης περιουσίας.
abandonner
(ρ.μ.)
εγκαταλείπω,
aban-
donner l’accusation
, αποσύρω την κα-
τηγορία,
abandonner
tout titre et droit
de propriété, de possession et de dé-
tention,
απεκδύομαι από κάθε τίτλο και
δικαίωμα κυριότητας, νομής ή κατοχής,
chose abandonnée,
εγκαταλελειμμένο
πράγμα,
enfant
abandonné,
έκθετο τέ-
κνο.
abattage
(ουσ. αρσ.)
, σφαγή,
abattage
rituel
, σφαγή για θρησκευτικούς λόγους,
méthodes d'abattage d’animaux
, μέθο-
δοι σφαγής ζώων.
abattement
(ουσ. αρσ.)
, έκπτωση,
abat-
tement à la base
, έκπτωση επί της φορο-
λογητέας ύλης,
abattement d’impôt
, έκ-
πτωσηφόρου,
abattement pour enfants
à charge
, μείωση φόρου για τέκνα,
abat-
tement fiscal
, φορολογική έκπτωση,
abattement forfaitaire
, έκπτωση κατ’
Aa
1...,13,14,15,16,17,18,19,20,21,22 24,25,26,27,28,29,30
Powered by FlippingBook