ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 24

4
abdicatif
abrogatif
αποκοπήν,
abattement
sur le revenu
imposable
, έκπτωση από το φορολογη-
τέο εισόδημα,
abattement supplémen-
taire
, πρόσθετη έκπτωση (ασφαλιστικών
εισφορών).
abdicatif, -ive
(επίθ.),
παραιτούμενος,
acte abdicatif,
πράξη παραίτησης.
abdication
(ουσ. θηλ.)
, παραίτηση, απο-
ποίηση ανωτάτου αξιώματος της Πολιτεί-
ας.
abdiquer
(ρ.μ.),
παραιτούμαι,
abdiquer la
couronne
, παραιτούμαι από το στέμμα,
abdiquer le trône
, παραιτούμαι από το
θρόνο.
ab intestat
(λατ.),
εξ αδιαθέτου,
succes-
sion ab intestat
, διαδοχή εξ αδιαθέτου
(γαλλΑΚ 720 επ., γαλλΚΠολΔ 1304 επ.).
ab irato
(λατ.),
εν βρασμώψυχής.
abolir
(ρ.μ.),
καταλύω, καταργώ,
abolir
la constitution
, καταλύω το Σύνταγμα,
abolir la peine de la mort
, καταργώ τη
θανατική ποινή.
abolitif, -ive
(επίθ.),
καταργητικός, που
καταργεί,
décret abolitif
, καταργητικό
διάταγμα.
abolition
(ουσ. θηλ.)
, κατάργηση, κατάλυ-
ση,
abolition de la Constitution
, κατάλυ-
ση του Συντάγματος.
abolitionnisme
(ουσ. αρσ.)
, καταργη-
τισμός,
abolitionnisme de l’esclavage,
ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της κατάργη-
σης της δουλείας,
abolitionnisme
de la
peine de mort
, ιδεολογικό ρεύμα υπέρ
της κατάργησης της θανατικής ποινής,
abolitionnisme de la torture
, ιδεολογικό
ρεύμα υπέρ της κατάργησης των βασανι-
στηρίων.
abolitionniste
(ουσ. αρσ., επίθ.)
, υπο-
στηρικτής του καταργητισμού,
Etat abo-
litionniste
, κράτος που υποστηρίζει το
ιδεολογικό ρεύμα του καταργητισμού.
à bon droit
(λατ.),
δικαίως.
abondement
(ουσ. αρσ.)
,
πρόσθετη πα-
ροχή,
si l’abondement est de 50%, cela
veut dire que si l’employé épargne 1000
€, l’entreprise ajoute immédiatement
500 €,
αν έχει συμφωνηθεί πρόσθετη
παροχή κατά 50% αυτό σημαίνει ότι αν ο
εργαζόμενος καταθέσει 1000 ευρώ, η επι-
χείρηση θα προσθέσει αμέσως 500 ευρώ.
abonnement
(ουσ. αρσ.)
, συνδρομή,
abonnement à l’électricité
, σύμβαση για
την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος,
abon-
nement
à une revue
, συνδρομή σε ένα
περιοδικό,
abonnement gratuit
, δωρεάν
συνδρομή,
payer par abonnement
, πλη-
ρώνωμε δόσεις.
abordage
(ουσ. αρσ.)
, σύγκρουση πλοίων,
abordage en pleine mer
, σύγκρουση
πλοίων σε ανοικτή θάλασσα,
abordage
fautif
, υπαίτια σύγκρουση πλοίων,
abor-
dage fluvial
, σύγκρουσηπλοίων σε ποτά-
μι,
abordage
fortuit
, τυχαία σύγκρουση.
abornement
(ουσ. αρσ.)
, οριοθέτηση,
abornement de la frontière
, οριοθέτηση
συνόρου,
abornement du terrain
, καθο-
ρισμός ορίων οικοπέδου.
aborner
(ρ.μ.),
οριοθετώ,
aborner une
propriété foncière
, οριοθετώ ακίνητη
περιουσία.
aboutissants
(ουσ. αρσ. πληθ.)
, όρια,
les
tenants et les aboutissants de la crise
économique
, οι παράμετροι της οικονο-
μικής κρίσης.
abrégé
(ουσ. αρσ.)
περίληψη,
en abrégé
,
περιληπτικά.
abrogatif, -ive
(επίθ.),
ακυρωτικός,
clause abrogative
, ακυρωτική ρήτρα.
1...,14,15,16,17,18,19,20,21,22,23 25,26,27,28,29,30
Powered by FlippingBook