ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 29

9
A
accès
accessorium
matière d'instruments de paiement
électronique,
σχέση μεταξύ του απο-
δέκτη ηλεκτρονικών πληρωμών και της
τράπεζάς του.
accès
(ουσ. αρσ.)
,
accès
direct et gratuit
au droit de l'Union Européenne,
άμεση
και δωρεάν πρόσβαση στο δίκαιο της Ευ-
ρωπαϊκής Ένωσης,
accès au document,
πρόσβαση στο έγγραφο,
accès
au dos-
sier accordé,
πρόσβαση στο φάκελο της
δικογραφίας που έγινε αποδεκτή,
accès
au dossier rejeté,
πρόσβαση στο φάκελο
της δικογραφίας που δεν έγινε αποδεκτή,
autorisation d’accès
, άδεια πρόσβασης,
donner accès
, παρέχω πρόσβαση,
droit
d’accès à la justice,
δικαίωμα δικαστικής
προστασίας,
droit
d’accès aux docu-
ments administratifs,
δικαίωμαπρόσβα-
σης σε έγγραφα της διοίκησης.
accessibilité
(ουσ. θηλ.)
, προσβασιμότη-
τα,
critères d'accessibilité aux marchés
publics,
κριτήρια προσβασιμότητας στις
δημόσιες συμβάσεις.
accessio
(λατ.),
προσαύξηση,
accessio
temporis,
προσαύξηση χρόνου.
accession
(ουσ. θηλ.)
, προσχώρηση, προ-
σκύρωση, άνοδος,
accession artificielle
(ou industrielle),
τεχνητή προσκύρωση,
accession au crédit foncier à taux ré-
duit,
δυνατότητα λήψης ευνοϊκών εγγεί-
ων πιστώσεων,
accession d’un état à un
traité international,
προσχώρηση μίας
χώρας σε μία διεθνή συνθήκη,
accession
par incorporation mobilière,
προσκύ-
ρωση με ενσωμάτωση κινητού,
acces-
sion
immobilière,
προσκύρωση ακινή-
του,
accession mobilière,
προσκύρωση
κινητού,
accession
naturelle,
φυσική
προσκύρωση,
accession
au pouvoir,
ανέλιξη στην εξουσία,
accession par pro-
duction,
προσκύρωση με παραγωγή,
ac-
cession à la propriété,
δικαίωμα απόκτη-
σης ιδιοκτησίας,
accession
à un traité
,
προσχώρηση σε μία σύμβαση,
accession
au trône
, άνοδος στο θρόνο,
accession
de l
UE à la Convention Européenne des
Droits de l’Ηomme,
προσχώρηση της ΕΕ
στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμά-
των τουΑνθρώπου,
droit d’accession,
δι-
καίωμα προσκύρωσης.
accessoire
(επίθ., ουσ. αρσ.)
, παρεπό-
μενος, παράρτημα,
accessoire d’un
immeuble,
παράρτημα ενός ακινήτου,
accessoire
du salaire,
επιδόματα,
l'ac-
cessoire suit le principal
, το παρεπόμενο
ακολουθεί την τύχη του κύριου πράγμα-
τος,
accessoires de prime
, πρόσθεταέξο-
δα ασφαλίστρου,
bâtiments accessoires
,
βοηθητικά κτίρια,
bien accessoire
, παρε-
πόμενο πράγμα,
clause accessoire
, πα-
ρεπόμενη ρήτρα,
condition accessoire
,
παρεπόμενη προϋπόθεση,
demande
accessoire
, παρεπόμενοαίτημα,
droit ac-
cessoire
, παρεπόμενο δικαίωμα,
exercer
une activité à titre accessoire
, ασκώ μία
δραστηριότητα ως δευτερεύον επάγγελ-
μα,
frais
accessoires
, παρεπόμενα έξο-
δα,
intervenant accessoire
, προσθέτως
παρεμβαίνων,
intervention accessoire
,
πρόσθετη παρέμβαση,
la chose et ses
accessoires
, το πράγμα και τα παραρτή-
ματά του,
obligation
accessoire
, παρε-
πόμενη υποχρέωση,
peine
accessoire
,
παρεπόμενη ποινή,
prestation acces-
soire
, παρεπόμενη παροχή,
principe de
l’accessoire
, αρχή του παρεπομένου,
théorie de l’accessoire
, θεωρία του πα-
ρεπομένου,
accessoirement,
παρεμπι-
πτόντως, ενίοτε.
accessorium
(λατ.),
παρεπόμενο,
acces-
sorium sequitur principale,
το παρε-
πόμενο ακολουθεί την τύχη του κύριου
πράγματος.
1...,19,20,21,22,23,24,25,26,27,28 30
Powered by FlippingBook