ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 25

5
A
abrogation
absoudre
abrogation
(ουσ. θηλ.)
, κατάργηση, από-
συρση,
abrogation des actes adminis-
tratifs
, κατάργηση διοικητικών πράξεων,
abrogation de la loi
, κατάργηση του νό-
μου,
abrogation du décret
, κατάργηση
του διατάγματος,
abrogation expresse
,
ρητή κατάργηση,
abrogation implicite
,
σιωπηρή,
abrogation tacite
, σιωπηρή
κατάργηση,
abrogation volontaire
,
εκούσια κατάργηση.
abrogatoire
(επίθ.),
ακυρωτικός,
clause
abrogatoire
, ακυρωτική ρήτρα,
loi abro-
gatoire
, ακυρωτικός νόμος.
abroger
(ρ.μ.),
ακυρώνω, καταργώ,
abro-
ger un traité international,
καταργώ μία
διεθνή συνθήκη
, abroger la loi,
καταργώ
το νόμο.
abrupt
(
επιθ.),
απότομος,
renvoi abrupt,
άμεση επαγωγή της κληρονομίας στο
Κράτος.
absence
(ουσ. θηλ.
),
απουσία, αφάνεια
(γαλλΑΚ 112 επ., γαλλΚΠολΔ 1062 επ.),
absence de cause sérieuse
, έλλειψη
σπουδαίου λόγου,
absence de faute,
έλλειψη πταίσματος,
absence de mo-
tivation
, έλλειψη αιτιολογίας,
absence
du conjoint
, αφάνεια συζύγου,
absence
sans autorisation
, αδικαιολόγητη απου-
σία,
autorisation d’absence
, άδεια απου-
σίας,
constater une absence
, βεβαίωση
απουσίας,
déclaration d’absence
, κήρυ-
ξη αφάνειας,
en l’absence
d’une poli-
tique communautaire,
εν απουσία μίας
κοινοτικής πολιτικής,
présomption d’ab-
sence
, τεκμήριο αφάνειας.
absent, -e
(επίθ.),
έχων κηρυχθεί σε αφά-
νεια, απών,
absent réapparu
, επανεμ-
φανισθέν πρόσωπο που είχε κηρυχθεί
σε αφάνεια,
membre absent
, μέλος που
απουσιάζει.
absentéisme
(ουσ. αρσ.)
, απουσία κατ’
επανάληψη.
absentéiste
(επίθ.),
o απουσιάζων από
την εργασία κατ’επανάληψη.
absolution
(ουσ. θηλ.)
, αθώωση, απαλλα-
γή,
absolution judiciaire
, αθώωση κατό-
πιν δικαστικής απόφασης,
arrêt d’abso-
lution
, αθωωτική απόφαση.
absolu, -e
(επίθ.),
απόλυτος,
autorité ab-
solue,
απόλυτη εξουσία,
d’une manière
absolue,
με απόλυτο τρόπο,
nécessité
absolue
, απόλυτη ανάγκη,
nullité abso-
lue
, απόλυτη ακυρότητα,
pouvoir abso-
lu
, απόλυτη εξουσία.
absolutisme
(ουσ. αρσ.)
, απολυταρχι-
σμός,
absolutisme royal,
βασιλικός απο-
λυταρχισμός.
absolutiste
(επίθ.),
απολυταρχικός,
ré-
gime
absolutiste
, απολυταρχικό καθε-
στώς,
monarchie absolutiste
, απόλυτη
μοναρχία.
absolutoire
(επίθ.),
απαλλακτικός,
arrêt
absolutoire
, απαλλακτική απόφαση,
cir-
constances absolutoires
, απαλλακτικές
περιστάσεις,
disposition
absolutoire
,
απαλλακτική διάταξη,
excuse absolu-
toire
, απαλλακτικός λόγος.
absorber
(ρ.μ.),
απορροφώ,
société ab-
sorbante
, εταιρία που απορροφά,
socié-
té absorbée
, εταιρία που απορροφάται.
absorption
(ουσ. θηλ.)
, απορρόφηση,
fusion par absorption
, συγχώνευση με
απορρόφηση,
scission par absorption
,
διάσπαση μέσωαπορρόφησης.
absoudre
(ρ.μ.),
αθωώνω, απαλλάσσω,
absoudre un accusé
, απαλλάσσω τον κα-
τηγορούμενο,
absoudre une société de
la responsabilité découlant des règles
de concurrence
, απαλλάσσω μία εταιρία
από την ευθύνη για την τήρηση των κα-
1...,15,16,17,18,19,20,21,22,23,24 26,27,28,29,30
Powered by FlippingBook