ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 26

6
abstenir
abus
νόνων ανταγωνισμού,
les personnes se-
ront absoutes
, τα άτομα θα αθωωθούν.
abstenir, s’
(ρ.μ.),
απέχω,
s’abstenir d'ef-
fectuer un contrôle
, απέχω από τη διε-
νέργεια ελέγχου,
s’abstenir
de prendre
des mesures,
απoφεύγω τη λήψη μέ-
τρων.
abstention
(ουσ. θηλ.)
, αποχή, παράλει-
ψη,
abstention au scrutin,
αποχή από
την ψηφοφορία,
abstention aux élec-
tions,
αποχή από τις εκλογές,
abstention
constructive
, εποικοδομητικήαποχή (θε-
τική αποχή), όταν η αποχή ενός κράτους
μέλους στηνψηφοφορίαδεν παρακωλύει
την ομοφωνία στο πλαίσιο του Συμβου-
λίου της ΕΕ,
abstention
coupable
, υπαί-
τια παράλειψη,
abstention
délictueuse
,
εγκληματική παράλειψη, παράλειψη
νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας,
absten-
tion des électeurs
, αποχή των ψηφοφό-
ρων,
abstention du juge dans le procès
,
αποχή του δικαστή στη δίκη,
abstention
éléctorale,
αποχή από τη ψηφοφορία
στις εκλογές,
abstention
fautive,
υπαίτια
παράλειψη,
taux d’abstention
, ποσοστό
αποχής,
abstention de porter
secours à
une personne en danger
, παράλειψη λύ-
τρωσης από κίνδυνο ζωής.
abstentionnisme
(ουσ. αρσ.)
, αποχή,
absence d’abstentionnisme
, τακτική
παρακολούθηση,
abstentionnisme élec-
toral
, αποχή στις εκλογές.
abstentionniste
(επίθ.),
απέχων,
éléc-
teur abstentionniste,
απέχων ψηφοφό-
ρος.
abstracto
(λατ.),
αφηρημένος,
caractère
descriptif in abstracto du signe
, αφη-
ρημένος περιγραφικός χαρακτήρας του
σήματος.
abstrait, -e
(επίθ.),
αφηρημένος,
défini
d'une manière générale et abstraite,
ορισμένος κατά τρόπο γενικό και αφηρη-
μένο,
détermination des bénéficiaires
dans l'abstrait
, αφηρημένος προσδιο-
ρισμός δικαιούχων,
opinion abstraite,
κοινή γνώμη,
promesse abstraite
, αόρι-
στη υπόσχεση,
terme
abstrait,
αόριστη
έννοια,
titre abstrait,
τίτλος κυριότητας
ανεξάρτητος από τη νομική αιτία από την
οποία αποκτήθηκε.
abstrat
(ουσ. αρσ.)
, επικεφαλίδα,
abstrat
d’arrêt
, επικεφαλίδα δικαστικής απόφα-
σης.
abus
(ουσ. αρσ.)
, κατάχρηση, κακομεταχεί-
ριση, κακοποίηση,
abus d’alcool
, κατά-
χρηση οινοπνεύματος,
abus
d’autorité,
κατάχρηση εξουσίας (γαλλΠΚ 432-1 επ.),
abus des besoins, des passions, des
faiblesses d’un mineur,
αδίκημα της
κατάχρησης των αναγκών, των επιθυμι-
ών, των αδυναμιών ανηλίκου,
abus
de
biens (ou de crédit) d’une société (οu
sociaux)
, κατάχρηση εταιρικής περιου-
σίας,
abus de blanc-seing,
κατάχρηση
εν λευκώ επιταγής,
abus
de confiance,
κατάχρηση εμπιστοσύνης (γαλλΠΚ 314-
1),
abus de la dénomination sociale
καταχρηστική χρήση της εταιρικής επω-
νυμίας από τον εκπρόσωπο της εταιρίας
για το προσωπικό του συμφέρον,
abus de
droit,
καταχρηστική άσκηση δικαιώμα-
τος (γαλλΑΚ 1382, γαλλΚΠολΔ 32-1, 559,
581 και 628),
abus d'égalité
, καταχρηστι-
κή άσκηση εξουσίας εταίρου διμελούς
εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που
συμμετέχει κατά 50%,
abus
de l'état de
dépendance
(
économique),
κατάχρηση
(οικονομικής) εξάρτησης,
abus
de fai-
blesse d’un mineur
, κατάχρηση αδυνα-
μίας ανηλίκου,
abus
de faiblesse d’une
personne vulnérable
, κατάχρηση αδυ-
ναμίας ευάλωτου προσώπου,
abus
de
fonction
, κατάχρηση καθήκοντος,
abus
d’immunités
, κατάχρηση της ασυλίας,
abus
d’ignorance
, κατάχρηση άγνοιας,
1...,16,17,18,19,20,21,22,23,24,25 27,28,29,30
Powered by FlippingBook