ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 27

7
A
abuser
acceptation
abus de majorité,
καταχρηστική άσκηση
εξουσίας πλειοψηφίας των εταίρων,
abus
de marché,
κατάχρηση αγοράς,
abus en
matière
d’intérêt,
τοκογλυφία,
abus
de
minorité,
καταχρηστική άσκηση εξουσί-
ας μειοψηφίας των εταίρων,
abus du mo-
nopole,
καταχρώμαι του μονοπωλίου,
abus
des paiements en espèces et du
change d'espèces,
κάνω καταχρηστική
χρήση πληρωμών τοις μετρητοίς και συ-
ναλλαγών τοις μετρητοίς,
abus
de posi-
tion dominante
(
ou de domination),
κα-
τάχρηση δεσπόζουσας θέσης (γαλλΕμπΚ
L.420-2),
abus
de pouvoir
, κατάχρηση
εξουσίας,
abus de procédure (ou procé-
dural),
κατάχρηση διαδικασίας,
abus de
puissance (économique),
καταχρηστι-
κή εκμετάλλευση (οικονομικής ισχύος),
abus du régime propre au petit trafic
frontalier,
κατάχρηση του καθεστώτος
τοπικής διασυνοριακής κυκλοφορίας,
abus sexuel,
σεξουαλική κακοποίηση.
abuser
(ρ.μ.),
καταχρώμαι, ασκώ καταχρη-
στικά,
abuser d’un droit
, καταχρώμαι
ενός δικαιώματος,
abuser d’une femme
,
κατάχρηση γυναίκας.
abusif, -ive
(επίθ.),
καταχρηστικός,
carac-
tère abusif des clauses
, καταχρηστικός
χαρακτήρας διατάξεων,
contenu abu-
sif,
καταχρηστικό περιεχόμενο,
recours
abusif,
καταχρηστική προσφυγή,
statut
abusif,
καταχρηστικό καθεστώς,
usage
abusif d’une faculté,
καταχρηστική
άσκηση μίας ευχέρειας,
abusivement,
καταχρηστικά,
bénéficier abusivement
,
εκμεταλλεύομαι καταχρηστικά,
porter
abusivement atteinte à l’intérêt d’une
autre personne,
παρεμβαίνω καταχρη-
στικά στα συμφέροντα ενός άλλου προ-
σώπου,
se soustraire abusivement
à
une obligation légale
, παραβιάζω κατα-
χρηστικά μία νόμιμη υποχρέωση,
utiliser
abusivement
, ασκώ καταχρηστικά.
abusus
(λατ.),
δικαίωμα διάθεσης,
abu-
sus non tollit usum
, η κατάχρηση δεν
αναιρεί τη χρήση,
l’usufruitier ne pos-
sède que l’usus et le fructus et n’a pas
l’abusus
, ο επικαρπωτής έχει μόνον το δι-
καίωμα χρήσης και κάρπωσης και δεν έχει
το δικαίωμα διάθεσης.
académie
(ουσ. θηλ.)
, ακαδημία.
accaparer
(ρ.μ.),
παίρνω, συγκεντρώνω,
ιδιοποιούμαι.
accaparement
(ουσ. αρσ.)
, ιδιοποίηση.
accéder
(ρ.μ.),
έχω πρόσβαση, προσχω-
ρώ,
accéder à la base des données
,
έχω πρόσβαση στη βάση δεδομένων,
accéder aux documents
, έχω πρόσβα-
ση στα έγγραφα,
accéder
gratuitement
au Journal Officiel des Communautés
Εuropéennes
, έχω δωρεάν πρόσβαση
στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊ-
κών Κοινοτήτων,
accéder à l'intégralité
des textes,
έχω πρόσβαση στο σύνολο
των κειμένων,
accédant à la propriété,
μισθωτής που γίνεται κύριος της κατοι-
κίας,
accédant à une demande
, ο απα-
ντών θετικά σε ένα αίτημα.
accedit
(ουσ. αρσ.)
σύσκεψη των πραγμα-
τογνωμόνων με την παρουσία και τη συμ-
μετοχή των διαδίκων πριν την κατάθεση
της έκθεσής τους στο δικαστήριο.
accélérer
(ρ.μ.),
επισπεύδω,
accélerer la
procédure,
επισπεύδω τη διαδικασία,
procédure accélérée,
συνοπτική διαδι-
κασία.
accélération
(ουσ. θηλ.)
, επίσπευση,
l'ac-
célération du règlement des sinistres,
επίσπευση του διακανονισμού των ασφα-
λιστικών περιπτώσεων.
acceptation
(ουσ. θηλ.)
, αποδοχή,
ac-
ceptation bénéficiaire (ou de (la) suc-
cession
sous bénéfice d’inventaire
ou à concurrence de l’actif net ou de
1...,17,18,19,20,21,22,23,24,25,26 28,29,30
Powered by FlippingBook