ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 17

5
A
Abonar
Absorción
Abonar (se)
(
ρ.)
1.
εγγράφομαι συνδρο-
μητής,
2.
πληρώνω,
3.
πιστώνω,
4.
απο-
δίδω,
5.
αιτιολογώ.
~ al contado,
πληρώ-
νω τοις μετρητοίς.
~ de más,
πληρώνω
περισσότερα από το κανονικό.
~ la tasa,
πληρώνω το πρόστιμο.
Abonaré
(ουσ. αρσ.)
ομολογία, χρεώγρα-
φο.
Abono
(ουσ. αρσ.)
1.
συνδρομή,
2.
εισφο-
ρά,
3.
πληρωμή,
4.
πίστωση.
~ en efecti-
vo,
ποσό που καταβάλλεται τοις μετρη-
τοίς.
Αbonos pendientes,
εκκρεμούσες
πληρωμές.
Abordaje
(ουσ. αρσ.)
1.
σύγκρουση
(ναυτ.
δ.)
2.
απόβαση.
~ culpable,
σύγκρουση
πλοίων εκ προθέσεως.
~ culpable recí-
proco / bilateral / imputable a ambos
buques,
αμοιβαία ευθύνη σε περίπτωση
σύγκρουσης πλοίων.
~ dudoso,
μη κα-
ταλογιστέα / αποδοτέα σε κάποιον σύ-
γκρουση.
~ fortuito,
τυχαία σύγκρουση
πλοίων.
~ negligente,
σύγκρουση πλοί-
ων εξ αμελείας.
Aborto
(ουσ. αρσ.)
άμβλωση (άρθρα 144
– 146 ισπ. ΠΚ, άρθρα 85, 86 αργεντ. ΠΚ
και άρθρα 329 – 334 ομοσπ. μεξικ. ΠΚ).
~
natural
φυσική αποβολή.
~ provocado,
τεχνητή αποβολή.
Abreviaci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
συντόμευση,
2.
συντομία,
3.
συντομογραφία.
Abreviar
(ρ. μετ.)
συντομεύω, κονταίνω.
Abreviatura
(ουσ. θηλ.)
συντομογραφία.
Abrir
(ρ. μετ.)
1.
ανοίγω,
2.
εκκινώ.
~ el
juicio,
ανοίγω την υπόθεση.
~ la licita-
ción,
ανοίγω, εκκινώ την πλειοδοσία.
~
la sesión,
άρχεται η συνεδρίαση.
~ pro-
puestas,
διακηρύσσω δημοπρασία.
~ un
crédito / una cuenta,
ανοίγω τραπεζικό
λογαριασμό.
~ un expediente,
λαμβά-
νω πειθαρχικά μέτρα.
~ un sumario a
alguien,
καταγγέλλω κάποιον, μηνύω
κάποιον.
~ una carta de crédito,
εκδίδω
πιστωτική κάρτα.
~ una investigación,
εκκινώ έρευνα ή ανάκριση.
Abrogable
(επίθ. αρσ.)
1.
ανακλητός,
2.
ακυ-
ρώσιμος,
3.
καταργητέος.
Abrogaci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
κατάργηση,
2.
ακύ-
ρωση,
3.
ανάκληση.
Abrogar
(ρ. μετ.)
καταργώ, ανακαλώ.
~
una ley,
καταργώ νόμο.
Absentismo
(ουσ. αρσ.)
αδικαιολόγητη ή
εσκεμμένη απουσία.
~ laboral,
αδικαιο-
λόγητη ή εσκεμμένη απουσία από την
εργασία.
Absoluci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
αθώωση,
2.
απαλ-
λαγή,
3.
απόλυση.
~ con reserva,
απόλυση
με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ερ-
γαζομένου.
~ condicional,
υφ’ όρο από-
λυση (π.δ).
~ de la demanda,
απόρριψη
της αγωγής, αίτησης.
~ de la instancia,
αθώωση κατηγορουμένου ελλείψει επαρ-
κών αποδείξεων.
~ de posiciones,
έγγρα-
φες εξηγήσεις (απαντήσεις των διαδίκων
στις ερωτήσεις του αντιδίκου συνήθως
γίνονται ενόρκως και γραπτώς).
~ libre,
απαλλαγήαπότηνκατηγορίαμεαθωωτική
απόφαση.
Absolutorio
(επίθ.)
1.
αθωωτικός,
2.
απαλ-
λακτικός.
Absolutismo
(ουσ. αρσ.)
ολοκληρωτισμός.
Absolver
(ρ. μετ.)
1.
αθωώνω,
2.
απαλ-
λάσσω.
~ las posiciones,
1.
εξετάζω τον
αντίδικο,
2.
απαντώ σε ερωτήσεις του δι-
κηγόρου του αντιδίκου.
Absorber
(ρ. μετ.)
1.
απορροφώ,
2.
αντι-
σταθμίζω.
~ pérdidas,
αντισταθμίζω τις
απώλειες με τα κέρδη.
~ un excedente,
αντισταθμίζωπλεόνασμα.
Absorci
ó
n
(ουσ.
θηλ.)
απορρόφηση,
συγχώνευση
(εμπ.δ., ποιν. δ.)
.
~ de socie-
1...,7,8,9,10,11,12,13,14,15,16 18,19,20
Powered by FlippingBook