ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 15

3
A
(
πρόθ.)
σε, στον, στην, μέχρι, σύμφωνα
με, προς.
condenar ~ muerte,
καταδικά-
ζω σε θάνατο.
~ beneficio del público,
προς το κοινό συμφέρον.
~ la par,
την ίδια
στιγμή.
~ perpetuidad,
εφ’ όρου ζωής.
~
sabiendas,
γνωρίζοντας.
~ voluntad,
κα-
τά βούληση.
Ab
(
πρόθ.)
από, χωρίς.
~ ab initio,
από την
αρχή.
~ ab intestato / abintestato,
αδι-
άθετος, χωρίς διαθήκη (βλ. και λήμμα
in-
testado
).
~ ab irato,
μανιωδώς.
Abajo
(
επίρ.)
κάτω, κάτωθι,
el ~ firmante,
ο κάτωθι υπογράφων.
Abanderamiento
(ουσ. αρσ.)
νηολόγηση
πλοίου.
Abanderar
(ρ. μετ.)
νηολογώπλοίο.
Abandonado
(
μετ.
αρσ.) εγκαταλελειμμέ-
νος.
Abandonamiento
(ουσ. αρσ.)
1.
εγκατά-
λειψη
2.
αποκήρυξη.
Abandonar
(ρ. μετ.)
1.
εγκαταλείπω
2.
απο-
κηρύσσω
3.
αφήνω πίσω μου.
~ mercan-
cías, fletes al asegurador,
εγκαταλείπω
αγαθά, φορτίο στον ασφαλιστή.
~ un car-
go,
εγκαταλείπωφορτίο.
~ una demanda,
παραιτούμαι από αγωγή.
~ un recurso,
παραιτούμαι από προσφυγή.
~ derechos,
παραιτούμαι απόδικαιώματα.
Adandono
(ουσ. αρσ.)
1.
εγκατάλειψη
2.
αποκήρυξη.
~ de cargo,
εγκατάλει-
ψη φορτίου.
~ de cosas,
εγκατάλειψη
πραγμάτων.
~ de bienes,
εγκατάλειψη
αγαθών.
~ bienes muebles,
εγκατάλει-
ψη κινητών.
~ de familia,
εγκατάλειψη
της οικογένειας (άρθρο 226 ισπ. ΠΚ).
~ de
flete,
εγκατάλειψη φορτίου, ναύλου.
~ de
hijos,
εγκατάλειψη παιδιών.
~ del hogar,
συζυγική εγκατάλειψη ως νόμιμη βάση
αίτησης διαζυγίου (άρθρο 105 ισπ. ΑΚ).
~ de incapaces,
εγκατάλειψη ανίκανων
προς δικαιοπραξία (άρθρο 226 ισπ. ΠΚ).
~
de menores
, εγκατάλειψη ανηλίκων (άρ-
θρο 229 ισπ. ΠΚ).
~ de nave o aeronave,
εγκατάλειψη πλοίου ή αεροσκάφους (άρ-
θρο 174 ισπ. στρατ. ΠΚ).
~ de pretensión
procesal,
παραίτηση από αγωγή, παραί-
τηση από αξίωση ή από το δικαίωμα να
εγείρω αγωγή.
~ de querella,
ανάκληση
κατηγορίας (π.δ.).
~ del servicio,
εγκα-
τάλειψη υπηρεσίας (συνήθως δημόσιας)
χωρίς άδεια και χωρίς εύλογη αιτία, η
οποία επισύρει την πειθαρχική ποινή της
διαθεσιμότητας ή της παύσης του δημο-
σίου υπαλλήλου (άρθρα 407, 409 ισπ. ΠΚ).
Abarcar
(
ρ.)
1.
περιλαμβάνω,
2.
εκτείνο-
μαι.
Abarraganamiento
(ουσ. αρσ.)
ελεύθε-
ρη συμβίωση χωρίς γάμο.
Abarrotar
(ρ. μετ.)
1.
συγκεντρώνω υπερ-
βολικό απόθεμα,
2.
μονοπωλώ.
Abastecedor
(ουσ. αρσ.)
προμηθευτής.
Aa
1...,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14 16,17,18,19,20
Powered by FlippingBook