ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 16

4
Abastecimiento
Abonamiento
Abastecimiento
(ουσ. αρσ.)
προμήθεια,
εφοδιασμός.
Abatimiento
(ουσ. αρσ.)
1.
ταπείνωση
2.
κατάθλιψη
3.
αλλαγή ρότας πλοίου.
~ de
un buque,
αλλαγή ρότας πλοίου.
Abdicaci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
παραίτηση από
δικαίωμα,
2.
παραίτηση βασιλέα (το άρ-
θρο 57 παρ. 5 του ισπ. Συντάγματος ορίζει
ότι: «οι παραιτήσεις και οι αποποιήσεις,
όπως και κάθε πραγματική ή νομική αβε-
βαιότητα, που επέρχεται στην τάξη της
διαδοχής του Στέμματος θα επιλύονται
με οργανικό νόμο», «Las abdicaciones
y renuncias y cualquier duda de hecho
o de derecho que ocurra en el orden de
sucesión a la Corona se resolverán por
una Ley orgánica»).
Abdicar
(
ρ.)
1.
παραιτούμαι
2.
παραχωρώ
3.
εγκαταλείπω.
No voy a ~ de ninguno
de mis derechos,
δεν πρόκειται να πα-
ραιτηθώ από κανένα από τα δικαιώματά
μου.
Abducci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
απαγωγή (συν.
rapto, secuestro).
Abierto
(
μετ.
αρσ.)
1.
ανοικτός,
2.
ειλικρι-
νής,
3.
προφανής.
Abigeato
(ουσ. αρσ.)
ζωοκλοπή, κλοπή
κοπαδιού ζώων (ιδίως στην Αργεντινή,
άρθρο 167 αργεντ. ΠΚ).
Abintestado
(ουσ. αρσ.)
αδιάθετος, χω-
ρίς διαθήκη (βλ. και ab intestado ανωτέ-
ρω).
Sucesión abintestada,
εξ αδιαθέτου
διαδοχή
(άρθρα 912 επ. ισπ. ΑΚ).
Abjuraci
ó
n
(ουσ.θηλ.)
1.
αποκήρυξη,
2.
απο-
ποίησηδοθέντοςόρκου.
Abjurar
(
ρημ. μετ.)
1.
αποκηρύσσω
2.
ανα-
καλώ
3.
αναιρώ.
Abogac
í
a
(ουσ. θηλ.)
δικηγορία (Γενικός
Νόμος περί Δικηγορίας, που έχει εγκριθεί
με το ΒΔ της 24ης Ιουλίου 1982).
Abogado
(ουσ. αρσ.)
δικηγόρος.
~ acusa-
dor,
δημόσιος κατήγορος.
~ asesor,
νο-
μικός σύμβουλος με πάγια αντιμισθία.
~
con especialidad,
δικηγόρος με ειδίκευ-
ση.
~ de la defensa,
συνήγορος υπερά-
σπισης.
~ de la parte contraria,
αντίδικος
δικηγόρος.
~ de oficio,
συνήγορος διορι-
σμένος αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο
(συνήθως όταν ο διάδικος δεν έχει τα οι-
κονομικά μέσα για αμοιβή δικηγόρου).
~
de turno,
συνήγορος διορισμένος αυτε-
πάγγελτα από το δικαστήριο.
~ defensor,
συνήγορος υπεράσπισης.
~ del Estado,
Νομικός Σύμβουλος του Κράτους (άρθρο
1 ΒΔ 849/1985).
~ en ejercicio,
εν ενερ-
γεία δικηγόρος.
~ en prácticas,
ασκού-
μενος δικηγόρος.
~ fiscal,
1.
Εισαγγελέας
2.
δικηγόρος που έχει εξειδικευτεί στο
φορολογικό δίκαιο.
~ general,
Γενικός
Εισαγγελέας.
~ laboralista,
εργατολόγος,
δικηγόρος ειδικευμένος στο εργατικό δί-
καιο.
~ penalista,
ποινικολόγος, δικηγό-
ρος ειδικευμένος στο ποινικό δίκαιο.
Abolengo
(ουσ. αρσ.)
1.
πρόγονος,
2.
δια-
δοχή κατά ρίζες,
3.
σειρά κατιόντων.
Abolici
ó
n
(ουσ. θηλ.)
κατάργηση.
~ de
la pena de muerte / de la pena capital,
κατάργηση της θανατικής ποινής (το ΒΔ
45/78 τροποποίησε τον ισπ. στρατ. ΠΚ
και τον ισπ. ΠΚ και αντικατέστησε την θα-
νατική ποινή με την ποινή της κάθειρξης
τριάντα ετών).
Abolir
(ρ. μετ.)
καταργώ.
Abonable
(επίθ. αρσ.)
πληρωτέος, εξο-
φλήσιμος.
Abonado
(ουσ. αρσ.)
συνδρομητής,
(μετ.
αρσ.)
πληρωθείς, εγγεγραμμένος.
~ en
cuenta,
πιστώθηκε σε λογαριασμό.
Abonamiento
(ουσ. αρσ.)
αξιοπιστία,
αληθοφάνεια.
1...,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 17,18,19,20
Powered by FlippingBook