ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 19

7
A
Accionar
Acciones
στον κομιστή.
~ cautelar,
αίτηση ασφα-
λιστικών μέτρων.
~ civil,
αγωγή αστικού
δικαίου.
~ comercial,
αγωγή εμπορικού
δικαίου.
~ condenatoria,
καταψηφιστι-
κή αγωγή.
~ confesoria,
αγωγή για την
αναγνώριση δουλείας.
~ conjunta,
κοινή
αγωγή.
~ constitutiva,
διαπλαστική αγω-
γή.
~ criminal,
εγκληματική ενέργεια.
~
de abstención,
αγωγή για παράλειψη.
~
de apremio,
αγωγή για καταβολή χρέους.
~ de complemento,
αγωγή συμπλήρω-
σης της νόμιμης μοίρας.
~ de condena
a prestación,
καταψηφιστική αγωγή.
~
de desahucio / de desalojo,
αίτηση έκ-
δοσης διαταγής απόδοσης μισθίου.
~ de
deslinde y amojonamiento,
αγωγή για
τον καθορισμό ορίων ακινήτων.
~ de di-
famación,
αγωγή για δυσφήμηση.
~ de
divorcio,
αγωγή διαζυγίου.
~ de filiación,
αγωγή για αναγνώριση της πατρότητας.
~ de impugnación,
αγωγή ακύρωσης.
~
de indemnización,
αγωγή αποζημίωσης.
~ de intervención,
ανακοπή τρίτου ή τρι-
τανακοπή.
~ de nulidad,
αγωγή ακύρω-
σης.
~ de omisión,
αγωγή για παράλειψη.
~ de reconocimiento de la paternidad,
αγωγή για αναγνώριση της πατρότητας.
~ de repetición,
αγωγή για την απόδο-
ση πράγματος.
~ declarativa,
αναγνω-
ριστική αγωγή.
~ delictiva,
παράνομη
πράξη.
~ ejecutiva,
αξίωση δικαστικής
προστασίας με την μορφή αναγκαστικής
εκτέλεσης κατά οφειλέτη.
~ gratuita,
μετοχή που διατίθεται δωρεάν.
~ in rem,
εμπράγματη αγωγή.
~ judicial,
αγωγή, αί-
τηση, διαδικασία στο ακροατήριο.
la ~ ha
prescrito,
η απαίτηση παραγράφτηκε με
βάση τη νομοθεσία.
~ mancomunada,
κοινή αγωγή.
~ mobiliaria,
αγωγή που
σχετίζεται με περιουσιακά δικαιώματα.
~
negatoria,
αρνητική αγωγή.
~ nominal,
ονομαστική μετοχή.
~ ordinaria,
κοινή
μετοχή.
~ pauliana,
πουβλικιανή αγωγή.
~ personal,
αγωγή ενοχικού δικαίου.
~
petitoria de herencia,
αγωγή περί κλή-
ρου.
~ popular,
λαϊκή αγωγή.
~ por da-
ños y perjuicios,
αγωγή αποζημίωσης.
~ por incumplimiento de contrato,
αγωγή για την αθέτηση συμβολαίου.
~
por silencio administrativo,
προσφυγή
κατά της διοίκησης.
~ posesoria,
αγωγή
νομής (άρθρο 446 ισπ. ΑΚ).
~ preferente,
προνομιούχος μετοχή.
~ real,
εμπράγ-
ματη αξίωση.
~ redhibidoria,
αγωγή με
την οποία ο αγοραστής απαιτεί μείωση
ή απόδοση μέρους του τιμήματος στην
περίπτωση που το πωληθέν έχει πραγμα-
τικά ελαττώματα (άρθρο 1484 ισπ. ΑΚ).
~ reivindicatoria,
διεκδικητική αγωγή
(άρθρο 348 ισπ. ΑΚ).
~ rescisoria,
αγωγή
ακύρωσης της σύμβασης λόγω απάτης ή
βλάβης (άρθρο 1290 ισπ. ΑΚ).
~ resolu-
toria,
αγωγή ακύρωσης της σύμβασης.
~ subrogatoria,
πλαγιαστική αγωγή (άρ-
θρο 1111 ισπ. ΑΚ).
~ u omission,
πράξη ή
παράλειψη (π.δ.).
Accionar
(
ρ.)
1.
καταθέτω αγωγή
2.
μη-
νύω
3.
πυροδοτώ
4.
ενεργοποιώ.
Accionariado
(ουσ. αρσ.)
το σώμα των
μετόχων.
Acciones
(ουσ. θηλ. πληθ.)
μετοχές.
~
amortizables,
εξαγοράσιμες μετοχές.
~
completamente liberadas,
πλήρως εξο-
φλημένες μετοχές.
~ con derecho a voto,
μετοχές που παρέχουν δικαίωμα ψήφου.
~ con prima,
μετοχές υπέρ το άρτιο.
~
cotizadas en Bolsa,
μετοχές εισηγμένες
στο Χρηματιστήριο.
~ cubiertas,
πλήρως
εξοφλημένες μετοχές.
~ de capital,
μετο-
χικό κεφάλαιο.
~ de sociedades,
εταιρι-
κές μετοχές.
~ diferidas,
προθεσμιακές
μετοχές.
~ emitidas,
εκδοθείσες μετοχές.
~ en circulación,
μετοχές σε κυκλοφορία.
~ no gravables,
μετοχές που δεν φορο-
λογούνται.
~ nominativas,
ονομαστικές
1...,9,10,11,12,13,14,15,16,17,18 20
Powered by FlippingBook