ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 18

6
Abstención
Acción
dades,
συγχώνευση εταιρειών.
~ fiscal,
απορρόφηση φόρου.
Abstenci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
αποχή.
~ de ejer-
cer un derecho,
παραίτηση από την
άσκηση δικαιώματος.
~ de voto,
αποχή
από την ψηφοφορία.
Abstencionismo
(ουσ. αρσ.)
αποχή.
~
electoral,
αποχή από την άσκηση του
εκλογικού δικαιώματος.
Abusar
(ρ. μετ.)
1.
εκμεταλλεύομαι,
2.
κα-
ταχρώμαι,
3.
κακοποιώ.
~ de sus pode-
res,
υπερβαίνω την εξουσία μου, κατα-
χρώμαι την εξουσία μου.
~ sexualmente,
κακοποιώσεξουαλικά.
Abuso
(ουσ. αρσ.)
κατάχρηση.
~ de auto-
ridad,
κατάχρηση εξουσίας.
~ de con-
fianza,
κατάχρηση της εμπιστοσύνης.
~ de derecho,
κατάχρηση δικαιώματος
(άρθρο 7.2. ισπ. ΑΚ).
~ de jurisdicción,
κατάχρηση της διαδικασίας.
~ de meno-
res,
κακοποίηση ανηλίκων.
~ de poder,
κατάχρηση εξουσίας.
~ de posición do-
minante,
κατάχρηση δεσπόζουσας θέ-
σης
(εμπορ. δ.)
.
~ sexual,
προσβολή της
γενετήσιας αξιοπρέπειας (σεξουαλική
κατάχρηση), ασέλγεια (άρθρα 181 – 183
ισπ. ΠΚ).
Académico
(ουσ. αρσ.)
ακαδημαϊκός.
Academia
(ουσ. θηλ.)
(ελλ.)
Ακαδημία.
Acaecimiento
(ουσ. αρσ.)
1.
επέλευση,
2.
έλευση,
3.
πλήρωση.
Acaparamiento
(ουσ. αρσ.)
μονοπώλιο.
Acaparar
(ρ. μετ.)
μονοπωλώ, αποταμι-
εύω.
Acarrear
(ρ. μετ.)
1.
προξενώ,
2.
συνεπά-
γομαι,
~ daños,
προξενώ ζημίες.
Acarreo
(ουσ. αρσ.)
1.
μεταφορά,
2.
διακί-
νηση.
Acaso
(ουσ. αρσ.)
τυχηρό, σύμπτωση.
Acatamiento
(ουσ. αρσ.)
1.
υπακοή,
2.
παρατήρηση.
~ a la Constitución,
υπα-
κοή στο Σύνταγμα.
Acceder
(ρ. μετ.)
1.
έχω πρόσβαση,
2.
συμ-
φωνώ,
3.
αποδέχομαι,
4.
εισέρχομαι,
5.
επιτυγχάνω.
~ a instancias,
συναινώ σε
ένα αίτημα.
~ a la función pública,
έχω
πρόσβαση σε δημόσια υπηρεσία.
~ a lo
solicitado,
αποδέχομαι την αίτηση (στο
Δικαστήριο).
Accesibilidad
(ουσ. θηλ.)
προσβασιμότη-
τα, διαθεσιμότητα.
Accesi
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
κυριότητα,
2.
κτή-
ση (άρθρο 353 ισπ. ΑΚ, άρθρο 2313 αρ-
γεντ. ΑΚ, άρθρο 886 ομοσπ. μεξικ. ΑΚ),
3.
προσχώρηση.
~ originaria,
πρωτότυπη
κτήση κυριότητας.
Acceso
(ουσ. αρσ.)
1.
πρόσβαση
2.
είσο-
δος,
3.
προσέγγιση.
~ a la propiedad,
κτήση κυριότητας.
~ violento,
βίαιη εί-
σοδος.
Accesoriedad
(ουσ. θηλ.)
παρακολουθη-
ματικός χαρακτήρας.
Accesorio
(ουσ. αρσ.)
παράρτημα
(εμπ. δ.).
Accidental
(ουσ. αρσ.)
τυχαίος.
Accidente
(ουσ. αρσ.)
ατύχημα.
~ de ca-
rretera / de circulación,
τροχαίο ατύχη-
μα.
~ de navegación,
θαλάσσιο ατύχημα.
~ de trabajo,
εργατικό ατύχημα.
~ "in
itinere",
ατύχημα καθ’ οδόν προς την ερ-
γασία ή κατά την επιστροφή από αυτήν.
~
inevitable,
αναπόφευκτο ατύχημα, ατύ-
χημα χωρίς υπαιτιότητα.
~ mortal,
θανα-
τηφόρο ατύχημα.
Acci
ó
n
(ουσ. θηλ.)
1.
αγωγή,
2.
αξίωση,
απαίτηση,
3.
μετοχή
4.
δράση,
5.
ενέργεια.
~ accesoria,
πολιτική αγωγή.
~ a la par,
μετοχή στο άρτιο.
~ accesoria,
επικου-
ρική απαίτηση.
~ acumulativa,
σωρευ-
τικό μερίδιο μετοχών.
~ administrativa,
διοικητική δράση.
~ al portador,
μετοχή
1...,8,9,10,11,12,13,14,15,16,17 19,20
Powered by FlippingBook