ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ - ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ - page 12

λ.χ.
λόγου χάρη
Ν
νόμος
ναυτ. δικ.
όρος ναυτικούδικαίου
οικογ. δικ.
οικογενειακόδίκαιο
ΟΗΕ
ΟργανισμόςΗνωμένων Εθνών
ουδ.
ουδέτερο
ουσ.
ουσιαστικό
ουσ. θηλ.
ουσιαστικόθηλυκό
ουσ. πληθ.
ουσιαστικόπληθυντικούαριθμού
ΠΔ
ΠροεδρικόΔιάταγμα
ποιν. δικ.
ποινικόδίκαιο
πρόθ.
πρόθεση
ρ.α.
ρήμααμετάβατο
ρ.μ.
ρήμαμεταβατικό
στρατ.
στρατιωτικός όρος
στρατ. ποιν. δικ.
στρατιωτικόποινικόδίκαιο
συν.
συνώνυμο
ΣυνθΕΚ
ΣυνθήκηΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΣυνθΛΕΕ
Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης
σύντ.
σύντμηση
φορολογ. δικ.
φορολογικόδίκαιο
ΦΠΑ
ΦόροςΠροστιθέμενης Αξίας
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17,18,19,20
Powered by FlippingBook