Previous Page  13 / 56 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 13 / 56 Next Page
Page Background

XI

στώνεται μια εκδήλωση δυσαρέσκειας από τη μεριά μερικών κρατών σχετικά με το ρόλο του

Δικαστηρίου στην προώθηση της προστασίας, και στις διασταλτικές ερμηνείες, στις οποίες

πολλές φορές καταφεύγει, του γράμματος της Σύμβασης. Ως συνέπεια έχει αυξηθεί σημα-

ντικά η κριτική απέναντι σε ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου, τόσο από πλευράς με-

μονωμένων διαβημάτων που διατυπώνονται από επίσημα χείλη, ή ακόμα και γενικότερης

αμφισβήτησης του ρόλου του Δικαστηρίου. Η διατύπωση της δυσαρέσκειας έχει οδηγήσει,

σε ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, σε εγχειρήματα ποδηγέτησης της λειτουργίας του

Δικαστηρίου, εις βάρος της υπερεθνικότητας και εις όφελος της πρωτοκαθεδρίας του κρά-

τους στον καθορισμό των ορίων της προστασίας. Πρωτοκαθεδρία που κανείς δεν αμφισβη-

τεί, αλλά που πρέπει να συμβαδίζει με την ανάγκη εναρμόνισης της προστασίας σε πανευ-

ρωπαϊκό επίπεδο. Κάτι που ορισμένα κράτη έδειξαν να παραβλέπουν, μέσα από τις προσπά-

θειές τους να περιορίσουν τον ρόλο του Δικαστηρίου, ως εναρμονιστικού μοχλού, μειώνο-

ντας σημαντικά την παρεμβατική του ικανότητα. Ευτυχώς οι προσπάθειες αυτές δεν έχουν

βρει μια γενική απήχηση και τα αποτελέσματα ορισμένων πρωτοβουλιών δεν έχουν κάμψει

το ηθικό του Δικαστηρίου, που με ελάχιστες εξαιρέσεις, ακολουθεί πιστά την έμπνευση των

ιδρυτών του θεσμού.

Η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το πολύτροπο τοπίο, έχει σημειώσει, τα τελευταία χρόνια, μια εντυ-

πωσιακή πρόοδο στα θέματα προστασίας, σε σύγκριση με το όχι και τόσο απώτερο παρελ-

θόν. Πράγματι βρισκόμαστε πια αρκετά μακρυά από την εποχή που, κατά την ιστορική ρή-

ση του αείμνηστου Βεγλερή, η Σύμβαση ήταν μια «έρημη νήσος», μέσα στον ωκεανό του

εθνικού νομικού συστήματός μας. Σήμερα τα εθνικά δικαστήρια έχουν σημαντικά εθιστεί

στην αντίληψη ότι η Σύμβαση αποτελεί τμήμα του δικαίου μας, και μάλιστα με αυξημένη τυ-

πική ισχύ σε σχέση με έναν κοινό νόμο, κι ότι η επίκλησή της δεν μπορεί να αφήνεται μό-

νον στην πρωτοβουλία των διαδίκων, αλλά αποτελεί καθήκον του δικαστή να προσμε-

τράει τη Σύμβαση στο νομικό οπλοστάσιο που χρησιμοποιεί προκειμένου να αποφασίσει.

Ταυτόχρονα, όλο και περισσότεροι νομικοί παραστάτες την έχουν εντάξει στην φαρέτρα τους,

ενώ και η ίδια η διοίκηση την επικαλείται, την εφαρμόζει, και, κυρίως, συνήθως συμμορφώ-

νεται προς τις επιταγές της. Αν και στην τελευταία περίπτωση δεν είναι σπάνιες οι καθυστε-

ρήσεις στη συμμόρφωση, όπως και η κατάλληλη άντληση γενικότερων διδαγμάτων από μια

απόφαση, που θα έπρεπε να οδηγούν σε πρωτοβουλίες τροποποίησης καθεστώτων και πρα-

κτικών που πάσχουν στον τομέα της προστασίας.

Η κατάσταση, πάντως, αν και σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με το παρελθόν, απέχει σημαντι-

κά από το να θεωρηθεί ικανοποιητική. Οι αντιστάσεις που υπάρχουν ακόμα από την πλευρά

των φορέων της εξουσίας να δεχτούν τον παρεμβατικό ρόλο του Δικαστηρίου στα εσωτερικά

τους –κάτι που αποτελεί ένα γενικότερο ελληνικό φαινόμενο εσωστρέφειας, που αντιμάχεται,

με αντιφατικότητα, την ίδια την εκφρασμένη αποφασιστικότητά μας να ευθυγραμμιστούμε

με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι–, η αντίληψη ότι ο υπερεθνικός αυτός θεσμός είναι ένα ξένο σώ-

μα που αντιστρατεύεται την κυριαρχία μας, αλλά και η άγνοια, πολλές φορές, των εξελίξεων

στη νομολογία αποτελούν στοιχεία που δεν συμβάλλουν στην αυθεντική προσαρμογή της

Ελλάδας με τις απαιτήσεις της Σύμβασης.

Θα σταθούμε, για λίγο, σε αυτό το τελευταίο φαινόμενο, που θα μας φέρει, με φυσικό τρό-

πο, στην αναφορά μας στη σημασία του πονήματος που προλογίζουμε. Πράγματι ένα από τα

εμπόδια που αντιμετωπίζει η Σύμβαση στην Ελλάδα είναι η άγνοια των ραγδαίων νομολογι-

ακών εξελίξεών της, μέσα από τη συνεχή ροή δικαστικών αποφάσεων, που είτε αντιμετωπί-