ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ [17]
Μ. ΡΑΜΜΟΥ
731
ΙΙ. Διάρρηξη εξώδικου συμβιβασμού
Η ΑΚ 872 θέτει μία ακόμα περίπτωση ακύρωσης – διάρρηξης του συμβιβασμού, πέ-
ρα από αυτήν της ακυρότητας ή της ακυρωσίας του
40
. Ειδικότερα, η διάταξη καλύ-
πτει την περίπτωση εκείνη κατά την οποία τα μέρη τελούσαν σε κατάσταση πλάνης
για τα γεγονότα και τις πραγματικές ή και νομικές περιστάσεις που αποτέλεσαν το δι-
καιοπρακτικό θεμέλιο του συμβιβασμού. Για παράδειγμα, εάν αποδειχθούν ψευδείς
οι πληροφορίες πάνω στις οποίες βασίστηκαν τα μέρη για να συνάψουν το συμβιβα-
σμό
41
, τότε η σύμβαση πάσχει από ακυρότητα, εκτός αν κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο
σκοπό της σύμβασης, ο οποίος συνίσταται στην οριστική διευθέτηση της φιλονικίας
ή της αβεβαιότητας (οπότε δεν ακυρώνεται και ο συμβιβασμός)
42
. Απαραίτητη προ-
ϋπόθεση είναι τα συμβαλλόμενα μέρη να βρίσκονταν σε κοινή πλάνη
43
ως προς ορι-
σμένα πραγματικά ή νομικά γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση του συμβιβα-
σμού και τα οποία αποδεικνύονται αναληθή. Αντιθέτως, αν μόνο ένας από τους συμ-
βληθέντες πλανιόταν, δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της ως άνω διατάξεως
44
αλλά
εφαρμοστέες τυγχάνουν οι γενικές περί των ελαττωμάτων της βουλήσεως διατάξεις
40. Ως γνωστόν, ο συμβιβασμός ως δικαιοπραξία ελέγχεται υπό το φως των κανόνων για τις άκυρες δι-
καιοπραξίες, όπως ακυρότητα λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας (ΑΚ 127επ.), εικονικότητας (ΑΚ
138), αντίθεσης στο νόμο ή στα χρηστά ήθη (ΑΚ 174 και 178) ή ακυρότητα κατά την ΑΚ 179 καθώς
επίσης και αυτών για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (πλάνη, απάτη, απειλή). Ειδικότερα, όσον αφο-
ρά τον χαρακτηρισμό του συμβιβασμού ως αισχροκερδή και κατά συνέπεια άκυρο λόγω αντιθέσε-
ώς του προς τα χρηστά ήθη (κατά τα άρθρα 178, 179 και 180 του ΑΚ), απαιτείται η συνδρομή δύο
προϋποθέσεων, ήτοι αφενός η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που κατά το
χρόνο συνομολογήσεως τους βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή και αφετέρου
η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας
του άλλου. Θεωρούνται ως απειρία η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα
και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, ως κουφότητα η αδιαφορία για τις συνέ-
πειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ως ανάγκη νοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση
και επιτακτική. Προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, κατά την έννοια του άρθρου 179
ΑΚ, είναι εκείνη που υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι συναλλακτικώς θεμιτό να αποκομίζει
κανείς όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία άλλου. Η προφανής αυτή δυσα-
ναλογία διαπιστώνεται εν όψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας,
ειδικά δε επί συμβιβασμού, η ιδιάζουσα φύση του οποίου ενέχει κατ’ ανάγκη εγκατάλειψη, μικρή ή
μεγάλη, των προσβαλλόμενων αξιώσεων, ενυπάρχει κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων που συντρέ-
χουν μετά από αντικειμενική θεώρηση και όχι όταν είναι απότοκος υποκειμενικών παραγόντων (
ΑΠ
375/2004
Ισοκράτης,
ΕφΑθ 11679/1996
ΕλλΔνη 1997, 1607,
ΕφΑθ 3800/200
7 ΝΟΜΟΣ). Βλ. και τις
ΑΠ 151/2015
ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 1441/2014
ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 1976/2007
ΝΟΜΟΣ,
ΕφΘεσ 460/2000
ΝΟΜΟΣ.
41. Βλ. ενδεικτικά
ΑΠ 1784/2001
ΕλλΔνη 2002, 1400.
42.
ΑΠ 1784/2001
ΝΟΜΟΣ,
ΕφΠειρ 626/2005
ΝΟΜΟΣ.
43. Δεν αρκεί η πλάνη του ενός μόνο συμβαλλόμενου μέρους, διότι στην περίπτωση αυτή έχουν ενδε-
χομένως εφαρμογή οι γενικές διατάξεις περί τα ελαττώματα της βούλησης (
ΑΠ 1784/2001
ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 571/1994
Ισοκράτης,
ΕφΑθ 3800/2007
ΝΟΜΟΣ).
44.
ΑΠ 571/ 1994
ΕλλΔνη 1995,1246,
ΕφΑθ 3800/2007
ΝΟΜΟΣ.
13