

276
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ / ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ
Στην ασφάλιση θανάτου, η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, δηλαδή του θανάτου
του ασφαλισμένου, είναι ένα βέβαιο γεγονός με αποτέλεσμα να είναι βέβαιη και η καταβο-
λή του ασφαλίσματος εκ μέρους του ασφαλιστή. Σε κάθε περίπτωση όμως, αβέβαιος παρα-
μένει ο χρόνος καταβολής του. Έτσι, το ποσό του ασφαλίσματος αποταμιεύεται στον ενδιά-
μεσο χρόνο και με τη λήξη της σύμβασης έχει σωρευτεί ως απόθεμα με το οποίο πληρώνεται
ο ασφαλισμένος που δεν απεβίωσε πριν τη λήξη της ασφάλισης ή οι δικαιούχοι που ορίστη-
καν στην περίπτωση της εφ’ όρου ζωής ασφάλισης θανάτου
576
.
Σύμφωνα με το άρθρο 28§3 AσφΝ, στην ασφάλιση ζωής για τον κίνδυνο θανάτου, ο ορι-
σμός δικαιούχου του ασφαλίσματος γίνεται με γραπτή δήλωση του λήπτη της ασφάλισης, η
οποία είναι ελεύθερα ανακλητή. Επειδή δε η ανάκληση ισοδυναμεί όχι με τροποποίηση της
δήλωσης, οπότε θα απαιτούνταν τύπος (άρθρο 28§3 AσφΝ σε συνδυασμό με ΑΚ 164), αλλά
με ανατροπή της ήδη γραπτώς γενομένης δήλωσης, δεν απαιτείται τύπος. Επίσης, η ανακλη-
τική δήλωση μπορεί να γίνει και σιωπηρά με ορισμό άλλου προσώπου ως αποκλειστικού
δικαιούχου
577
. Περαιτέρω, εκ της δυνατότητας ορισμού δικαιούχου με μονομερή μη απευ-
θυντέα δήλωση βουλήσεως, δηλαδή με διαθήκη
578
, συνάγεται η δυνατότητα ανάκλησης του
έως τότε δικαιούχου με επίσης μονομερή μη απευθυντέα δήλωση στη διαθήκη του λήπτη της
ασφάλισης. Αν ο τελευταίος δεν ορίσει δικαιούχο, τότε δικαιούχος θεωρείται ο λήπτης της
ασφάλισης και, όπως προαναφέρθηκε, το ασφάλισμα περιλαμβάνεται στην κληρονομιά του
(άρθρο 28§4 AσφΝ) και μεταβιβάζεται στους δικαιούχους κατά τους κανόνες του Κληρονο-
μικού Δικαίου (ΑΚ 1710, 1813 επ., 1825). Αντίθετα, το τρίτο πρόσωπο που έχει ορισθεί δι-
καιούχος λαμβάνει το ασφάλισμα κατά τους όρους της σύμβασης.
Σχετική αλλά διακριτή είναι η δυνατότητα που διατηρεί ο λήπτης της ασφάλισης να την
λύει ή να την τροποποιεί άνευ χρονικών και λοιπών περιορισμών
579
. Θεωρία και νομολογία
συγκλίνουν ότι σε κάθε περίπτωση που ο δικαιούχος δεν ορίζεται ρητά, πρέπει η ταυτότητά
του να προκύπτει σαφώς. Εφόσον ορισθεί δικαιούχος με σαφή δήλωση στη σύμβαση, η δή-
λωση αυτή θεωρείται, κατά παρέκκλιση του άρθρου 28§3 AσφΝ, ανέκκλητη
580
, αν έτσι συνά-
γεται από τη βούληση των μερών (ΑΚ 173, 200). Επιπλέον, θεωρείται ανέκκλητος ο ορισμός,
αν ο ορισμένος δικαιούχος προβεί σε δήλωση ότι αποδέχεται το προσποριζόμενο σ’ αυτόν
δικαίωμα, οπότε ο λήπτης της ασφάλισης δε μπορεί να τον απαλλάξει.
Η ως άνω διάκριση έχει σημασία και για την περίπτωση εκείνη που ο ορισμένος δικαι-
ούχος προαποβιώσει του ασφαλισμένου. Έτσι, αν ο ορισμός του είχε καταστεί ανέκκλητος, το
δικαίωμά του επί του ασφαλίσματος μεταβιβάζεται πλέον στους καθολικούς διαδόχους του
και αποτελεί μέρος της κληρονομιαίας του περιουσίας. Ανάλογη λύση δίνεται και στο πρό-
βλημα κατανομής του ασφαλίσματος μεταξύ των περισσοτέρων δικαιούχων που έχουν ορι-
στεί αν ένας εξ αυτών προαποβιώσει του ασφαλισμένου. Εφόσον ο ορισμός του ήταν ελεύ-
θερα ανακλητός, η ιδανική μερίδα του επί του ασφαλίσματος μεταβιβάζεται στον λήπτη της
576. Βλ.
Ρόκα Ι.
, ό.π., σελ. 172 επ.
577. Όχι ως συνδικαιούχου, διότι τότε δεν θα υφίστατο ανακλητική δήλωση.
578. Βλ.
Βελέντζα Ι
., Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, 1998, σελ. 154.
579. Βλ.
Wandt M., Versicherungsrecht
, 2010, σελ. 438.
580. Η διάκριση μεταξύ ελευθέρως ανακλητού και ανέκκλητου διορισμού δικαιούχου απαντάται και
στη γερμανική έννομη τάξη. Βλ. και
Wandt Μ.
, Versicherungsrecht, 2010.