Previous Page  42 / 62 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 42 / 62 Next Page
Page Background

278

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ / ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Μάλιστα, σε περίπτωση ανικανότητας του τρίτου, η συναίνεση δίνεται από τον νόμιμο

αντιπρόσωπο ή τον ειδικό επίτροπο του ανίκανου προσώπου, εφόσον ο νόμιμος αντιπρό-

σωπος είναι ο λήπτης της ασφάλισης ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος (άρθρο 28§2 ΑσφΝ).

Ως προς τον νόμιμο χρόνο παροχής της απαιτούμενης συναίνεσης έχουν υποστηριχθεί διά-

φορες απόψεις. Αν εμμείνει κανείς στο γράμμα του άρθρου 28§2 ΑσφΝ («συναίνεση»), τότε

απώτατο χρονικό σημείο για την παροχή της από το τρίτο πρόσωπο πρέπει να είναι η σύνα-

ψη της εν λόγω σύμβασης (stricto sensu συναίνεση)

584

. Παρόλα αυτά στη θεωρία, λόγοι επι-

είκειας έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας αντίθετης ερμηνείας. Σύμφωνα με αυτήν, η συ-

ναίνεση εκλαμβάνεται υπό την ευρεία της έννοια, η οποία περιλαμβάνει τόσο την εν στενή

εννοία συναίνεση (δοθείσα πριν ή κατά την τέλεση της δικαιοπραξίας), όσο και την έγκριση

(η οποία δίδεται κατά την ΑΚ 238 μετά την τέλεση της δικαιοπραξίας) από τον τρίτο· άρα εί-

ναι δυνατόν να δοθεί και μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης

585

.

Κατά το άρθρο 28§5 ΑσφΝ ο δικαιούχος του ασφαλίσματος δεν μπορεί να εκχωρήσει ή

να ενεχυράσει το ασφάλισμα παρά μόνο με την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του λήπτη

της ασφάλισης ή του τρίτου για λογαριασμό του οποίου γίνεται η ασφάλιση, εφόσον έχει δι-

καίωμα ορισμού δικαιούχου. Στο άρθρο 28§5 ΑσφΝ γίνεται αναφορά στην εκχώρηση ή ενε-

χύραση

της απαίτησης για το ασφάλισμα από τον δικαιούχο, σε αντιδιαστολή προς την §2,

η οποία αφορά στις απαιτήσεις από ασφάλιση και την εκχώρηση ή ενεχύρασή τους από τον

λήπτη της ασφάλισης.

Η εκχώρηση και η ενεχύραση αυτή από τον δικαιούχο του ασφαλίσματος απαιτεί αυ-

στηρά την έγγραφη συναίνεση του λήπτη της ασφάλισης ακριβώς επειδή το δικαίωμα εκ του

ασφαλίσματος είναι στενά συνδεδεμένο με τον φορέα του. Πρόκειται για προσωποπαγές δι-

καίωμα, του οποίου η εκχώρηση ή η επ’ αυτού ενεχύραση, χωρίς προηγούμενη συναίνεση,

επιφέρει την ακυρότητα αυτών (πρβλ. και άρθρο 174 ΑΚ).

Η εκχώρηση και η ενεχύραση του δικαιώματος για το ασφάλισμα επιτρέπεται καταρχήν

να γίνει και από τον λήπτη της ασφάλισης, με μόνο περιορισμό την περίπτωση που ανεκκλή-

τως έχει ορισθεί δικαιούχος, ο οποίος απαιτείται να παρέχει την έγγραφη συναίνεσή του από

κοινού με τον λήπτη της ασφάλισης. Επιπλέον, ο λήπτης της ασφάλισης που εκχωρεί ή ενεχυ-

ράζει απαγορεύεται να ορίσει μετά τις ενέργειες αυτές διαφορετικό δικαιούχο, καθώς η εκ-

χώρηση και η ενεχύραση έχουν ως συνέπεια την απώλεια της δυνατότητας ελεύθερης ανά-

κλησης του ήδη ορισμένου δικαιούχου

586

.

Στην ασφάλιση επιβίωσης, η ασφαλιστική περίπτωση δεν πραγματώνεται με τον θάνατο

του προσώπου, αλλά με την επέλευση του χρονικού σημείου ή με την συμπλήρωση της ηλι-

κίας που έχει καθοριστεί συμβατικά (πρβλ. άρθρο 29§1 ΑσφΝ). Μετά το χρονικό αυτό ση-

μείο, ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλλει το ασφάλισμα σε δόσεις με τη μορφή ιδιωτικής

584.

Δεμοιράκου

σε

Ρόκα Ι.,

ΕρμΝ 2496/1997

,

άρθρο 28 αρ. 9, σελ. 501.

585. Βλ.

Κιάντο Β.,

ΑσφΔικ. 2015, σελ. 553.

586. Βλ.

Wandt M.,

Versicherungsrecht, 2010, σελ. 439. Στη γερμανική έννομη τάξη απαντάται ρύθμι-

ση αντίστοιχη της ελληνικής. Στην εκχώρηση μολαταύτα υφίσταται διαφοροποίηση ανάμεσα στη

μη καταπιστευτική/εξασφαλιστική εκχώρηση που εμπεριέχει ανάκληση του ελεύθερα ανακλητού

ορισμού δικαιούχου από αυτήν που δεν οδηγεί σε απώλεια της δυνατότητας για ελεύθερη ανά-

κληση του δικαιούχου (ρύθμιση που διακρίνει το γερμανικό από το ελληνικό δίκαιο).