

14
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ
οτιούν (ή οντινούν) (δήλον δ’ ημίν τούτο εκ των αναλυτικών), αναγκαίον εκάτε-
ρον αυτών εκατέρω τούτων το αυτό είναι. Τις δ’ εστί διαφορά παραδείγματος και
ενθυμήματος, φανερόν εκ των τοπικών (εκεί γαρ περί συλλογισμού και επαγωγής
είρηται πρότερον) ότι το μεν επί πολλών και ομοίων δείκνυσθαι ότι ούτως έχει
εκεί μεν επαγωγή έστιν ενταύθα δε παράδειγμα, το δε τινών όντων έτερόν τι δια
ταύτα συμβαίνειν παρά ταύτα τω ταύτα είναι ή καθόλου ή ως επί το πολύ εκεί μεν
συλλογισμός ενταύθα δε ενθύμημα καλείται … Ενδέχεται δε συλλογίζεσθαι και συ-
νάγειν τα μεν εκ συλλελογισμένων πρότερον, τα δ’ εξ ασυλλογίστων μεν, δεομέ-
νων δε συλλογισμού δια το μη είναι ένδοξα, ανάγκη δε τούτων το μεν μη είναι ενε-
πακολούθητον δια το μήκος (ο γαρ κριτής υπόκειται είναι απλούς), τα δε μη πιθα-
νά δια το μη εξ ομολογουμένων είναι μηδ’ ενδόξων ώστ’ αναγκαίον το τε ενθύμη-
μα είναι και το παράδειγμα περί τε των ενδεχομένων ως τα πολλά έχειν άλλως, το
μεν παράδειγμα επαγωγήν το δ’ ενθύμημα συλλογισμόν και εξ ολίγων τε και πολ-
λάκις ελαττόνων ή εξ αυτών ο πρώτος συλλογισμός· εάν γαρ ή τι τούτων γνώρι-
μον, ουδέ δει λέγειν· αυτός γαρ τούτο προστίθησιν ο ακροατής … Το μεν γαρ εικός
έστιν ως επί το πολύ γινόμενον, ουχ απλώς δε καθάπερ ορίζονταί τινες, αλλά το
περί τα ενδεχόμενα άλλως έχειν, ούτως έχον προς εκείνο προς ο εικός, ως το κα-
θόλου προς το κατά το μέρος· των δε σημείων (Ρητορική Τέχνη Α 1357 b) το μεν
ούτως έχει ως των καθ’ έκαστόν τι προς το καθόλου, το δε ως των καθόλου τι
προς το κατά μέρος. Τούτων δε το μεν αναγκαίον τεκμήριον, τρο δε μη αναγκαίον
ανώνυμόν εστι κατά την διαφοράν. Αναγκαία μεν ουν λέγω εξ ων γίνεται συλλογι-
σμός. Διο και τεκμήριον το τοιούτον των σημείων εστίν· όταν γαρ μη ενδέχεσθαι
οίωνται λύσαι το λεχθέν, τότε φέρειν οίονται τεκμήριον ως δεδειγμένον και πεπε-
ρασμένον· το γαρ τέκμαρ και πέρας ταυτόν εστι κατά την αρχαίαν γλώτταν … (Ρη-
τορική Τέχνη Α 1375 XV επ.). Περί δε των ατέχνων καλουμένων πίστεων εχόμενόν
εστι των ειρημένων επιδραμείν. Ίδιαι γαρ αύται των δικανικών. Εισί δε πέντε τον
αριθμόν, νόμοι, μάρτυρες, συνθήκαι, βάσανοι, όρκος … Φανερόν γαρ ότι, εάν μεν
εναντίος ή ο γεγραμμένος τω πράγματι, τω κοινώ χρηστέον και τοις επιεικέσιν ως
δικαιοτέροις. Και ότι το γνώμη τη αρίστη τούτ’ εστί το μη παντελώς χρήσθαι τοις
γεγραμμένοις. Και ότι το μεν επιεικές αεί μένει και ουδέποτε μεταβάλλει, ουδ’ ο
κοινός (κατά φύσιν γαρ έστι), οι δε γεγραμμένοι πολλάκις, όθεν είρηται τα εν τη
Σοφοκλέους Αντιγόνη· … Και ότι το δίκαιόν εστιν αληθές τε και συμφέρον, αλλ’ ου
το δοκούν, ώστ’ ου νόμος ο γεγραμμένος· ου γαρ ποιεί το έργον το του νόμου. Και
ότι ώσπερ αργυρογνώμων ο κριτής εστιν, όπως διακρίνη το κίβδηλον δίκαιον και
το αληθές. Και ότι βελτίονος ανδρός το τοις αγράφοις ή τοις γεγραμμένοις χρή-
σθαι και εμμένειν …». Κατά τη δημοτική μεταγλώττιση του Αριστοτελικού κειμένου
αυτού –δηλ. κατά την δική μας υπογράμμιση– τα πράγματα έχουν ως εξής: Από τις
αποδείξεις
άλλες μεν είναι
άτεχνες
, άλλες δε
έντεχνες
. Άτεχνες –αποκαλεί ο Αρι-
στοτέλης, στη μαγευτική του γραφή– εκείνες τις αποδείξεις, οι οποίες δεν εξευρί-
σκονται από εμάς τους ίδιους, αλλά υφίστανται εκ των προτέρων. Ήτοι, τους
μάρτυρες
, τις
ομολογίες
που αποκτώνται με χρήση βασανιστηρίων, τα
έγγραφα
και όσες άλλες παρόμοιες υπάρχουν. Έντεχνες αποδείξεις είναι εκείνες, τις οποίες
εμείς οι ίδιοι και με την μέθοδο μπορούμε να κατασκευάσουμε. Πρέπει επομένως
να χρησιμοποιούμε τις άτεχνες και να ανευρίσκουμε τις έντεχνες αποδείξεις. Οι