Previous Page  30 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 30 / 34 Next Page
Page Background

ΚΕΦΑΛΑΙΟ E΄: Εθνικά μέτρα καταπολέμησης της καταχρηστικής φοροαποφυγής

261

της διευθέτησης του φορολογουμένου στο σύνολό της. Μια διευθέτηση ενδέ-

χεται να αποτελείται από ορισμένα τμήματα ή μέρη τα οποία ενέχουν νομι-

κά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε πράξεις οι οποίες αντιμετωπίζονται

ευνοϊκότερα ή και απαλλάσσονται του φόρου. Προκειμένου να κριθεί εάν σε

μια τέτοιου είδους πράξη πρέπει να χορηγηθεί το επιδιωκόμενο φορολογι-

κό αποτέλεσμα, θα πρέπει να αξιολογηθεί η νομική ουσία των συνολικών με-

ρών από τα οποία απαρτίζεται η διευθέτηση, ήτοι να κριθεί η νομική υπόστα-

ση της διευθέτησης ως συνόλου, και κατά πόσο αυτή (πρέπει να) υπόκειται

σε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Το ΔΕΕ κλήθηκε να αποφανθεί επί

υποθέσεων έμμεσης φορολογίας και συγκεκριμένα επί των όρων των ασφα-

λιστικών εργασιών

15

και των συναφών παροχών υπηρεσιών που πραγματο-

ποιούνται από τους ασφαλιστικούς πράκτορες

16

, υπηρεσίες οι οποίες απαλ-

λάσσονται από το ΦΠΑ βάσει της Οδηγίας περί ΦΠΑ. Αναφορικά με τη δρα-

στηριότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, μολονότι η επίμαχη σύμβαση με-

ταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και της εταιρίας η οποία επεδίωκε απαλλα-

γή από το ΦΠΑ υπό την ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, ενείχε κάποια

στοιχεία που χαρακτηρίζουν την τελευταία δραστηριότητα

17

, εντούτοις άλ-

λες υπηρεσίες που παρείχε η εταιρία δυνάμει της συγκεκριμένης συμφωνίας

παρουσίαζαν κάποιες ιδιαιτερότητες οι οποίες δεν ενέπιπταν στις δραστηρι-

ότητες του ασφαλιστικού πράκτορα, ενώ απουσίαζαν σημαντικές πτυχές της

δραστηριότητας αυτής

18

. Η συγκεκριμένη, συνεπώς, συμφωνία δεν αντιστοι-

χούσε στη νομική υπόσταση μιας σύμβασης πρακτορείας. Επιπρόσθετα, θα

πρέπει να αξιολογείται το σύνολο των όρων μιας συμφωνίας προκειμένου

να κριθεί αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες δυνάμει αυτής αντιστοιχούν στη νο-

μική φύση της παροχής ασφαλιστικών εργασιών, οι οποίες συνεπάγονται εν

γένει την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του παρέχοντος την ασφαλι-

στική υπηρεσία και του προσώπου του οποίου οι κίνδυνοι καλύπτονται από

την ασφάλιση, ενώ σε περίπτωση επελεύσεως του καλυπτόμενου κινδύνου,

ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να προβεί στην παροχή προς τον ασφαλισμένο η

οποία συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης

19

. Το ΔΕΕ βασίστηκε στη

στενή ερμηνεία των απαλλασσόμενων πράξεων στο πλαίσιο του κοινού συ-

στήματος ΦΠΑ, προκειμένου να αποφανθεί σε αμφότερες τις υποθέσεις ότι

15. ΔΕΕ απόφ. 8.3.2001, υπόθ. C-240/99.

16. ΔΕΕ απόφ. επί της υπόθ. C-472/03, ό.π.

17. Η εταιρία δεσμευόταν με ρήτρα αποκλειστικότητας υπέρ της ασφαλιστικής εταιρίας,

εξέταζε τις αιτήσεις ασφάλισης, εξέδιδε, διαχειριζόταν και περάτωνε τις ασφαλιστικές

συμβάσεις, εισέπραττε τα ασφάλιστρα, εξέταζε τις απαιτήσεις ασφαλιστικής αποζημίω-

σης. Σκ. 29, 33 απόφασης επί της υπόθ. C-472/03.

18. Καθορισμός και καταβολή προμηθειών στους ασφαλιστικούς πράκτορες, παρακολούθη-

ση των επαφών με τους πράκτορες αυτούς, διαχείριση ζητημάτων αντασφάλισης, πα-

ροχή πληροφοριών στους ασφαλιστικούς πράκτορες και τη φορολογική αρχή, απουσία

αναζήτησης δυνητικών πελατών για την ασφαλιστική εταιρία. Σκ. 34-36 επί της υπόθ.

C-472/03.

19. ΔΕΕ απόφ. επί της υπόθ. C-240/99, σκ. 37, 41.