Previous Page  32 / 34 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 32 / 34 Next Page
Page Background

ΚΕΦΑΛΑΙΟ E΄: Εθνικά μέτρα καταπολέμησης της καταχρηστικής φοροαποφυγής

263

κή εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το ως άνω δίκαιο

24

.

Στην υπόθεση C-103/09, The Commissioners for Her Majesty’s Revenue and

Customs κατά Weald Leasing Ltd., το ΔΕΕ διευκρίνισε την ως άνω έννοια των

συνήθων εμπορικών πράξεων κάνοντας δεκτό ότι το γεγονός ότι μια επιχεί-

ρηση η οποία συνάπτει συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν επιδίδεται

σε τέτοιου είδους πράξεις στα πλαίσια των συνήθων εμπορικών συναλλα-

γών της δεν καθιστά τις πράξεις αυτές καταχρηστικές, δεδομένου ότι η δια-

πίστωση της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής δεν εξαρτάται από τη φύση

των εμπορικών συναλλαγών στις οποίες επιδίδεται συνήθως το πρόσωπο

που διενεργεί τις επίμαχες πράξεις, αλλά από το αντικείμενο, το σκοπό και

τα αποτελέσματα αυτών

25

. Το ΔΕΕ ακολουθεί εν προκειμένω τις σκέψεις του

γενικού εισαγγελέα, σύμφωνα με τον οποίο η αναφορά στις συνήθεις εμπο-

ρικές συναλλαγές δεν επιβάλλει να εξετασθεί η τυπική εμπορική δραστηρι-

ότητα μιας επιχείρησης, τουναντίον, το αν μια πράξη πραγματοποιείται στο

πλαίσιο συνήθων εμπορικών συναλλαγών άπτεται της φύσεως της επίμαχης

πράξης και συνδέεται με το ζήτημα αν πρόκειται για αμιγώς επίπλαστο σχή-

μα το οποίο σχεδιάστηκε με ουσιαστικό σκοπό την επίτευξη φορολογικού

πλεονεκτήματος και όχι για άλλους εμπορικούς λόγους

26

. Στον ως άνω όρο

«συνήθη», επομένως, δεν θα πρέπει να αποδίδεται η έννοια της συχνότητας

ή μη πραγματοποίησης μιας πράξης στα πλαίσια άσκησης μιας επιχειρηματι-

κής δραστηριότητας, η οποία δεν επιδρά κατ’ ανάγκη στη νομιμότητα αυτής,

αλλά θα πρέπει να δοθεί η έννοια ότι η επίμαχη πράξη δεν χρησιμοποιείται

συνήθως για την επίτευξη του πραγματοποιηθέντος αποτελέσματος, συγκρι-

νόμενη, συνεπώς, με μια συνήθη συναλλαγή που λαμβάνει χώρα για την επί-

τευξη του συγκεκριμένου αποτελέσματος

27

.

Επιπλέον, το γεγονός ότι κάποια στοιχεία της ρύθμισης του φορολογουμένου

ακυρώνονται μεταξύ τους ή αλληλοσταθμίζονται, αποτελεί ένδειξη για την

ανυπαρξία εμπορικής ή οικονομικής ουσίας της συναλλαγής

28

. Σ’ αυτή την

κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν οι υβριδικές διευθετήσεις, οι οποίες

εκμεταλλεύονται τις διαφορές στη φορολογική μεταχείριση μιας οντότητας

ή μιας συναλλαγής στα πλαίσια των νομικών συστημάτων δύο ή περισσοτέ-

ρων φορολογικών δικαιοδοσιών, προκειμένου να παραχθούν αναντιστοιχίες

στο φορολογικό αποτέλεσμα. Οι αναντιστοιχίες αυτές επιφέρουν μείωση του

24. Βλ. σχ. ΔΕΕ απόφ. επί της υπόθ. C-110/99, ό.π., σκ. 51, απόφ. επί της υπόθ. C-255/02,

ό.π., σκ. 69, απόφ. επί της υπόθ. C-103/09, ό.π., σκ. 26.

25. Βλ. σχ. ΔΕΕ απόφ. επί της υπόθ. C-103/09, ό.π., σκ. 43-45.

26. Σκ. 32, 34. 4) προτάσεων επί της υπόθ. C-103/09.

27. Βλ. σχ.

J. Arraiz

, ό.π., παρ. V,

F. Zimmer

, ό.π., σελ. 47. Βλ. επίσης απόφαση του Ανω-

τάτου Ισπανικού Δικαστηρίου (Tribunal Supremo) της 2.11.2002, ό.π.

28. Βλ. σχ.

D. Pickup

, ό.π., (south Africa’s Gaar), όπου ένα από τα στοιχεία που προβλέ-

πονται για την εφαρμογή της γενικής διάταξης κατά της φοροαποφυγής είναι η έλλει-

ψη εμπορικής ουσίας, όπως στην περίπτωση εισαγωγής στοιχείων που αλληλοακυρώ-

νονται. Βλ. σχ. υπόθ. Ramsay v IRC [1982] AC 300.