Previous Page  28 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 28 / 40 Next Page
Page Background

§ ΙΔ. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

79

φαρμακευτικό προϊόν βλαπτικό για την υγεία των χρηστών του με ομόφωνη απόφα-

ση του αρμοδίου οργάνου μιας ανώνυμης εταιρείας φαρμάκων, τότε όλοι θα μπο-

ρούσαν να αρνηθούν την συναιτιότητα ή τον αντικειμενικό καταλογισμό της παρο-

χής ψήφου τους για την παραγωγή του κινδύνου ή την πρόκληση της βλάβης, με βά-

ση, αντίστοιχα, είτε κατασκευές υποθετικής αιτιότητας είτε τη σύννομη εναλλακτική

τους συμπεριφορά (βλ. για την τελευταία ανωτέρω υπό Ε. 3. 2). Πολλοί, για την απο-

φυγή τέτοιων κενών ποινικής ευθύνης, κάνουν λόγο για

εξ αμελείας συναυτουργία.

Ανυπέρβλητα είναι όμως εδώ τα εμπόδια τόσο της έλλειψης συναπόφασης (ελλείψει

δόλου), όσο και του κενού ως προς την αιτιώδη συνάφεια

133

.

Ηθική παραυτουργία

είναι επίσης νοητή

(«παράλληλη ηθική αυτουργία»)

. Όρος αυ-

τής, όπως και της ανωτέρω αναφερθείσας ηθικής συναυτουργίας (βλ. ανωτέρω υπό

ΙΔ. 8. 1. 3) είναι όμως να έχουν καταστεί όλες οι συμβολές συναιτιώδεις. Εάν μόνη

μια συμβολή προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εγκληματήσει, όλες

οι άλλες συμβολές θα συνιστούν συνέργειες

134

.

ΙΔ. 8. 1. 5. «Από κοινού» εγκληματικές επιχειρήσεις (‘Joint Criminal Enterpises’

και ‘Joint Ventures’)

Ως ειδική περίπτωση διακεκριμένης συναυτουργίας υποστηρίζεται στο κοινοδίκαιο

(ιδίως της Αυστραλίας, λιγότερο στο βρετανικό), ότι η εκ των προτέρων συμφω-

νία μεταξύ περισσοτέρων για συντονισμένη δράση (“concerted action”) προς επι-

δίωξη του κοινού σκοπού της συμφωνίας

(«κοινή εγκληματική επιχείρηση», ‘joint

criminal enterprise’: ‘JCE’

), καθιστά όλους αυτουργούς στο έγκλημα που θα τελεστεί

έστω και από ένα, καταργώντας κατ’ ουσία τη διαφοροποίηση μεταξύ φυσικού αυ-

τουργού και υπό τεχνική έννοια συμμετόχων και επιστρέφοντας στη λύση του ενιαί-

ου αυτουργού. Όπως είδαμε, το

άρθρο 21 ΠΚ

σαφώς προσανατολίζεται σε αυτή (βλ.

ανωτέρω υπό IΔ. 8. 1. 2), υιοθετώντας κατ’ ουσίαν την αρχή ‘versari in re illicita’, δη-

λαδή τη δυνατότητα παραδοχής αντικειμενικής ευθύνης για πράξεις άλλων λόγω της

υπαίτιας εμπλοκής σε έκνομες δραστηριότητες, ευθύνη που ισοδυναμεί με ευθύνη

«δια το τυχηρόν» (βλ. και ανωτέρω E. 3. 3).

Υπάρχει βέβαια το προηγούμενο της ΑΔ,

Πουτζιουρής κ. ά. v Δημοκρατίας

(1990) 2

ΑΑΔ 309, που αντιπαρέβαλε την «πιθανή συνέπεια» του

άρθρου 21 ΠΚ

με την «ασυ-

νήθη συνέπεια», από την οποία εκκινούσε η

R v Anderson and Morris

(1966), θεω-

ρώντας ότι η αποδοχή της βρετανικής αυθεντίας θα διεύρυνε το αξιόποινο contra

legem, ότι δηλαδή η κυπριακή πρόνοια δεν είναι τόσον ευρεία. Αυτό όμως είναι κά-

133. Μαγκάκης 1982: 408-9, Δημάκης 2005: 710-11, Μυλωνόπουλος 2008(α): 125-6, 195-7

(που εμμένει και επί συλλογικών αποφάσεων στην, από πλευράς αιτιότητας, δογματικά ορ-

θότερη λύση της παραυτουργίας). Βλ. για την παραυτουργία και Ανδρουλάκη 2004: 102-6,

Μανωλεδάκη 1998: passim (και δη 19-22, όπου αναφέρεται και το ανωτέρω παράδειγ-

μα του οδηγού), Κοτσαλή 1986: 63. Για τη διάκριση συναυτουργίας και παραυτουργίας, βλ.

και Μοροζίνη 2012: 185. Κατά της εξ αμελείας συναυτουργίας, βλ. και Puppe 2013: passim,

Rotsch 2011: 901-8.

134. Δημάκης 2005: 729, Μυλωνόπουλος 2008(α): 228-9.