Previous Page  34 / 40 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 34 / 40 Next Page
Page Background

§ ΙΔ. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

85

σε τέλεση από ένα, δεν συνιστά συνωμοσία. Όπου βέβαια η τέλεση ανάγεται δογ-

ματικά σε συμμετοχικό άδικο (π.χ. στην πράξη του

άρθρου 218 ΠΚ

), χωρεί ασφα-

λώς συνωμοσία. Όταν η τέλεση του συμφωνηθέντος εγκλήματος δεν είναι λογικά δυ-

νατή, μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει συνωμοσία κατ’ αντιστοιχία με την ευθύ-

νη για απρόσφορη απόπειρα: δεν απαιτείται άρα προσφορότητα της απόπειρας τέλε-

σης της σχεδιασμένης πράξης (π.χ. υπάρχει συνωμοσία ακόμη και εάν το υποψήφιο

θύμα του σχεδιαζόμενου φόνου ήταν ήδη νεκρό). Ωστόσο, μόνο ρητή συναφής νο-

μοθετική πρόνοια μπορεί να αποκλείει πειστικά ενστάσεις απαγορευμένης αναλογί-

ας. Δόλος υπό αίρεση είναι απολύτως νοητός. Ωστόσο, όπου δεν επιδιώκεται η τέλε-

ση εγκλήματος, αλλά αυτή γίνεται αποδεκτή εάν προκύψει σχετική ανάγκη ενόψει της

επίτευξης του συμφωνηθέντος μη εγκληματικού σκοπού, δεν υπάρχει συνωμοσία.

Αμφίβολο είναι εάν θα ισχύσει το ίδιο και όπου η αίρεση αφορά ενδεχόμενη εναλ-

λαγή εγκλήματος (οι δράστες συμφωνούν π.χ. να θανατώσουν το θύμα της ληστείας

τους εν ανάγκη). Από αυστηρά δογματική άποψη ορθότερη είναι η καταφατική απά-

ντηση (η συμφωνία μόνο τη ληστεία περιέχει ως αναγκαία για την ευόδωσή της)

141

.

(3).

Η

σοβαρή πρόθεση εκτέλεσης

του σχεδίου. Η εκτέλεση μπορεί να επαφίεται και

στους υπόλοιπους. Δεν απαιτείται ορισμένη αρχική πράξη (‘overt act’) κάποιου από

τους συνωμότες, πάντως δε, και αναγκαία υποτιθέμενη, δεν χρειάζεται να είναι ήδη

«αρχή εκτέλεσης». Ενώ όμως δεν απαιτείται έτσι ουσιώδης συνεισφορά, δεν παύει

να απαιτείται ο δράστης να επιδιώκει την τέλεση, πέραν της γνώσης του των συμπε-

φωνημένων. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τους

όρους της mens rea

που απαιτείται για

συνωμοσία, δεν αρκεί να βαρύνεται ο δράστης με αδιαφορία ή αμέλεια, αλλά πρέ-

πει να επιδιώκει το έγκλημα εν γνώσει όλων των στοιχείων της ειδικής του υπόστα-

σης. Έτσι, η συμφωνία για διακίνηση ουσίας, την οποία ένας εκ των συμφωνησάντων

θεωρούσε ότι θα ήταν φάρμακο, η διακίνηση του οποίου, ας υποθέσουμε, τιμωρεί-

ται με πρόστιμο, ενώ οι άλλοι ήξεραν ότι επρόκειτο για ναρκωτική ουσία, δεν τον κα-

θιστά συνωμότη παράνομης διακίνησης ναρκωτικών. Αντίθετα, επουσιώδεις γνω-

στικές αποκλίσεις από την ακρίβεια των περιστάσεων δεν τον ωφελούν (αν π.χ. θεω-

ρούσε ότι θα διακινούσε κοκαΐνη). Και εδώ αμφίβολη είναι η δυνατότητα κατάφασης

συνωμοσίας όταν οι δράστες σκέπτονται να προχωρήσουν ακόμη και αν υπάρξουν

εμπόδια. Αν δεχθούμε ότι τούτο συνιστά μόνο ενδεχόμενο δόλο, δεν υπάρχει συ-

νωμοσία. Η λύση αυτή συνάδει με την ανωτέρω ανάλογη επί δόλου υπό αίρεση (βλ.

ανωτέρω εδώ υπό 2), όπως και εκείνη πάντως, δεν πείθει πλήρως από εγκληματοπο-

λιτική τουλάχιστον σκοπιά. Τέλος, όπου το συμφωνηθέν έγκλημα φέρεται κατά το νό-

μο από διακεκριμένο δόλο (ειδικό ή τελικό, κατά τις ανωτέρω υπό ΣΤ. 4 διακρίσεις),

από τον ίδιο δόλο πρέπει να καλύπτεται υποκειμενικά και η συμφωνία των συνωμο-

τών. Έτσι, π.χ. δεν είναι συνωμότες σε φόνο όσοι θέλουν να τελέσουν βαριά σκοπού-

μενη σωματική βλάβη (ακόμη και αν κατά το βρετανικό δίκαιο θα κατηγορούνταν για

141. Herring 2008: 800-2, Card 2008: 573-7, Allen 2009: 284-6, Ormerod 2008: 407-12. Βλ. από

τη βρετανική νομολογία για τα ανωτέρω τις

Saik

(2006),

R v O’Handhamaill

(1996),

R v

Hollinshead

(1985),

R v Jackson

(1985),

R v Reed

(1982). Πρβλ. την παραδοχή συνωμοσίας

και επί εναλλαγής εγκλήματος σε

A-G’s Reference (No 4/2003)

(2004).