Previous Page  23 / 32 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 23 / 32 Next Page
Page Background

2

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ

που προκύπτουν από την εκτέλεση των έργων με ειδική ενδικοφανή διαδικασία,

στην οποία προσφεύγει ο παραπονούμενος ανάδοχος, και μόνο αν δεν ικανοποιη-

θεί από την απάντηση της διοίκησης στα αιτήματά του μπορεί να προσφύγει στη δι-

καιοσύνη. Στη σύμβαση του δημοσίου έργου, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα

των μερών δεν βρίσκονται σε ισορροπία, αλλά ο εργοδότης βρίσκεται σε υπερέχου-

σα θέση, αποφασίζοντας για τα θέματα της σύμβασης, ύστερα, ενδεχομένως, από αί-

τημα του αναδόχου ή και αυτεπαγγέλτως (βλέπ. λ.χ. την παράταση των προθεσμι-

ών της σύμβασης)

1

, ο δε ανάδοχος, αν διαφωνεί, εκφράζει τη «διαφωνία» του, με

την άσκηση ένστασης, αίτησης θεραπείας και εν τέλει προσφυγής στο δικαστήριο.

2. Οι συμβάσεις δημοσίων έργων, ως τμήμα του διοικητικού δικαίου

Το δίκαιο ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων αποτελεί τμή-

μα του διοικητικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει αφενός την οργάνωση της διοίκησης

(του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομέ-

νων των Οργανισμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης) και αφετέρου τις σχέσεις της διοί-

κησης με τους πολίτες. Βασικό στοιχείο του διοικητικού δικαίου είναι η θεωρία των

διοικητικών πράξεων (κανονιστικών και ατομικών). Η δράση των διοικητικών ορ-

γάνων είναι κατά κανόνα μονομερής, με την έκδοση εκτελεστών ποικιλώνυμων δι-

οικητικών πράξεων (αποφάσεων, εγκρίσεων, πρωτοκόλλων, πρακτικών κ.ο.κ.), ενώ

η τυχόν απαιτούμενη από το νόμο υποβολή αίτησης εκ μέρους των πολιτών δεν με-

1. Για το λόγο αυτό άλλωστε η σύμβαση του έργου χαρακτηρίζεται ως διοικητική σύμβαση, όταν ο εργο-

δότης έχει μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (κράτος, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ). Σύμφωνα με τη σχε-

τική νομολογία, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως διοικητική απαιτείται να εκπληρώνει,

σωρευτικά, τρία κριτήρια (ενδεικτικά ΣτΕ 962/2008), ήτοι

:

α) Το ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου

δικαίου. Κατά πάγια νομολογία (βλέπ. ΑΕΔ 10/1987, 8/1992, ΕΑ ΣτΕ 112/1998) οι συμβάσεις που συ-

νάπτουν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν ή ελέγχονται από το κράτος ή ΝΠΔΔ (λ.χ.

ΔΕΗ, ΟΣΕ, ΟΣΚ, κ.ο.κ.) δεν χαρακτηρίζονται ως διοικητικές, αλλά ως ιδιωτικές και γι’ αυτό το λόγο οι

μεν διαφορές που αναφύονται στη φάση της ανάθεσής τους δεν είναι ακυρωτικές και οι διαφορές κατά

τη φάση της εκτέλεσής τους επιλύονται από τα πολιτικά δικαστήρια.

β) Με τη διοικητική σύμβαση πρέπει να επιδιώκεται άμεσος δημόσιος σκοπός και δεν αρκεί ο έμμε-

σος, αφού δεν υπάρχει σκοπός του κράτους που να μην επιδιώκει, έστω και έμμεσα, το δημόσιο συμ-

φέρον. Η ανέγερση κτιρίου λ.χ., όχι για να στεγασθεί δημόσια υπηρεσία, αλλά προς το σκοπό εκμετάλ-

λευσης με την μίσθωσή του σε ιδιώτη, συνιστά ιδιωτική σύμβαση, ακόμα κι αν έμμεσα ο σκοπός είναι

«δημόσιος», διότι αποσκοπεί στην βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του κράτους.

γ) Η σύμβαση πρέπει να τελεί υπό νομικό καθεστώς τέτοιο που να διασφαλίζει στο κράτος ή το ΝΠΔΔ

υπερέχουσα θέση απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό του. Έτσι οι διαφορές που προκύπτουν από συμ-

βάσεις μίσθωσης που συνάπτει το Δημόσιο για να στεγάσει τις υπηρεσίες του κρίθηκαν, με την από-

φαση 3/1999 του ΑΕΔ, ως διαφορές ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια για την εκδίκασή τους τα πολιτικά

δικαστήρια, επειδή οι σχετικές διατάξεις (εν προκειμένω του ΠΔ από 19/11/1932) δεν εξασφαλίζουν

προνομιακή θέση στο δημόσιο ή στο ΝΠΔΔ.