ΤΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
117
Στη θεωρία υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση της καθιέρωσης στις συναλλαγές, δεν
χρειάζεται να υπάρχει διακριτική δύναμη
764
. Η καθιέρωση σημαίνει όμως, κατά την
άποψή μου, ότι το διακριτικό γνώρισμα ακόμα κι αν δεν είχε αρχική διακριτική ικα-
νότητα, την αποκτά μεταγενέστερα λόγω της καθιέρωσης στις συναλλαγές. Πρόκειται
δηλαδή για την περίπτωση της απόκτησης μεταγενέστερης διακριτικής δύναμης.
Όσον αφορά στις περιγραφικές ενδείξεις με ελλιπή αφηρημένη διακριτική δύναμη, θα
πρέπει να τίθενται αυστηρές προϋποθέσεις καθιέρωσης, ώστε να αποκλείεται κατά κα-
νόνα η προστασία τους. Όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη να μένει μία ένδειξη ελεύθερη
για τον ανταγωνισμό, τόσο πιο αυστηρές θα πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις της καθι-
έρωσης
765
.
Ως προς τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 13
παρ. εδ. 1 του Ν. 146/1914, διακριτική ικανότητα, όταν υπάρχει η ονοματική λειτουρ-
γία
766
. Το χαρακτηριστικό αυτών των διακριτικών γνωρισμάτων είναι η ικανότητά τους
να αποτελούν την ονομασία της επιχείρησης ή μέρους της επιχείρησης. Για να υπάρ-
χει ονοματική λειτουργία, θα πρέπει να υφίσταται και η αφηρημένη και συγκεκριμέ-
νη διακριτική δύναμη της ένδειξης. Η αφηρημένη διακριτική ικανότητα, είναι η γενική
δυνατότητα ενός σημείου να διακρίνει την επιχείρηση, ενώ η συγκεκριμένη διακριτική
ικανότητα, είναι η δυνατότητα διάκρισης μιας επιχείρησης σε συγκεκριμένο αντικείμε-
νο δραστηριότητας. Μόνο στην περίπτωση που λείπει η διακριτική ικανότητα για κάθε
δραστηριότητα, αποκλείεται και η αφηρημένη διακριτική ικανότητα. Κατά κανόνα, για
τις λέξεις υφίσταται αφηρημένη διακριτική δύναμη, γιατί υπάρχουν κάποιες δραστη-
ριότητες, για τις οποίες η ένδειξη μπορεί να έχει διακριτική δύναμη. Μόνο για λέξεις, οι
οποίες είναι εντελώς περιγραφικές για κάθε δραστηριότητα, μπορεί να είναι αμφίβο-
λη η αφηρημένη διακριτική δύναμη. Οι ενδείξεις με εντελώς περιγραφικό περιεχόμενο,
δεν έχουν καμία αφηρημένη διακριτική ικανότητα
767
, όπως οι λέξεις «καλό», «εξαιρε-
τικό», «ωραίο» ή «δυνατό», ή ξένες λέξεις όπως «good»
768
ή «super».
Υπενθυμίζεται ότι κρίσιμη για την ύπαρξη διακριτικής δύναμης είναι η αντίληψη των
συναλλαγών
769
.
Όταν πρόκειται για ξενόγλωσσες λέξεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο η έν-
νοιά τους είναι κατανοητή κατά τις συναλλαγές. Αν οι ξενόγλωσσες λέξεις δεν έχουν
ενσωματωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο, τότε η σημασία τους δεν λαμβάνεται υπόψη για
την τυχόν περιορισμένη διακριτική δύναμή τους
770
.
764.
Ρόκας (Τζουγανάτος),
Αθέμιτος Ανταγωνισμός, άρθρα 13-15 αρ. 9.
765.
Ρόκας (Τζουγανάτος),
Αθέμιτος Ανταγωνισμός, άρθρα 13-15 αρ. 23.
766.
Ρόκας
(Τζουγανάτος),
Αθέμιτος Ανταγωνισμός, άρθρα 13-15 αρ. 19.
767. Βλ. ΕφΘεσ 1300/2013, ΕπισκΕΔ 2013, σελ. 686, 692 – η οποία δε δέχεται τη διακριτική ικανότητα
του διακριτικού τίτλου «FRESH», επίσης
Παμπούκης
, ΕπισκΕΔ 2013, σελ. 684, 685.
768. Παρόλα αυτά υπάρχει π.χ. το ελληνικό ημεδαπό σήμα «GOOD» υπ’ αρ. 101772 της 11.07.1988, το
οποίο είχε κατατεθεί για τη διάκριση των προϊόντων των κλάσεων 1-34, από τις οποίες μόνο κά-
ποιες κλάσεις απορρίφθηκαν.
769.
Αντωνόπουλος
, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, αρ. 257.
770. Βλ.
Μαρίνος
, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, αρ. 604,
Μαρίνος
, Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, αρ.
12.33.