Previous Page  29 / 32 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 29 / 32 Next Page
Page Background

30

Το PSI των ομολόγων του Δημοσίου και οι συνέπειές του

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο νομοθετικός εξαναγκασμός μιας ομάδας ομολογι-

ούχων να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα ανταλλαγής ήγειρε σοβαρά νομικά

ζητήματα

15

. Πέραν της μονομερούς κρατικής επέμβασης σε υφιστάμενο συμ-

βατικό δεσμό –που, κατ’ αρχήν, προσβάλλει την αρχή της ελευθερίας των

συμβάσεων (βλ. άρθρα 361 ΑΚ και 5 § 1 Σ.)–, αναφύεται εδώ πρωτίστως το

ζήτημα της προστασίας των

περιουσιακών δικαιωμάτων

των ομολογιούχων

(φυσικών τε και νομικών προσώπων), που, ακόμη και σε ανύποπτες χρονι-

κά περιόδους, εμπιστεύθηκαν την χώρα μας και επένδυσαν τις αποταμιεύσεις

ή τα κεφάλαιά τους σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου – δεν παραγνωρίζε-

ται βεβαίως εδώ ότι εν γένει, επενδύοντας κανείς σε κάποιο ομόλογο (κρα-

τικό ή εταιρικό), αναλαμβάνει κατ’ αρχήν

επενδυτικό κίνδυνο

, ο οποίος και

αντικατοπτρίζεται στην τιμή/απόδοση (price/yield) του ομολόγου

16

. Η νομο-

θετική επέμβαση στην υπόσταση ή την οικονομική αξία ενός ομολόγου

προ-

σβάλλει κατ’ αρχήν υφιστάμενο περιουσιακό δικαίωμα του κατόχου

. Εν πρώ-

τοις, σε επίπεδο εθνικού δικαίου, το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από το άρ-

θρο 17 Σ. περί προστασίας της ιδιοκτησίας, υπό τους σοβαρούς ωστόσο πε-

Ισοκράτης) το δικαστήριο απεφάνθη ότι το πιστωτικό ίδρυμα ευθυνόταν, με βάση τα άρ-

θρα 27 του Ν. 3606/2007, 281 και 288 ΑΚ, σε αποζημίωση μιας ομολογιούχου (

η οποία,

σημειωτέον, ήταν τραπεζικός υπάλληλος και είχε υπηρετήσει σε τραπεζικό τμήμα κί-

νησης κεφαλαίων

) λόγω παράλειψης ενημέρωσής της, μετά την αγορά του ομολόγου,

σχετικά με τους κινδύνους της επένδυσης: «...κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός της ενά-

γουσας ότι παρέλειψε να την ενημερώσει μετά την κατάρτιση της σύμβασης η εναγόμε-

νη για τον κίνδυνο που διέτρεχε να απολέσει το κεφάλαιο ή μέρος αυτού λόγω της μεί-

ωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και του επικείμενου επι-

βλαβούς PSΙ, η οποία συμπεριφορά αντίκειται στο άρθρο 27 του Ν. 3606/2007 και στις

διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ και είναι παράνομη. Συνδέεται δε η παράνομη

συμπεριφορά αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας της ενάγουσας αφού

δεν ενημερώθηκε για τον κίνδυνο που διέτρεχε η επένδυσή της από τις διακυμάνσεις της

πιστοληπτικής ικανότητας του εκδότη του ομολόγου και τις μεταβολές στην ικανότητα

αποπληρωμής του εκδότη, ώστε να μπορέσει να αποφασίσει η ενάγουσα σε τι ενέργει-

ες θα προβεί για την προστασία της επένδυσής της»

– είναι μάλλον προφανές ότι η νο-

μική θεμελίωση της απόφασης πάσχει, καθώς, μεταξύ άλλων, δεν διεκρινίζεται αν η νο-

μική βάση είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική ευθύνη, μόνη δε η αναφορά στην πα-

ρανομία προδήλως δεν αρκεί

.

15. Εν γένει, για την πληθώρα των νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από μία αναδιάρ-

θρωση κρατικού χρέους βλ. ενδεικτ. εδώ τις εκτενείς μελέτες των

Olivares-Caminal

,

Legal Aspects of Sovereign Debt Restructuring (2009) και

Waibel

, Sovereign Defaults

before International Courts and Tribunals (2011).

16. Έτσι, το ότι η αγορά ομολόγων (κρατικών ή εταιρικών) συνιστά μία δικαιοπρακτική

ενέργεια που ενέχει κάποιον βαθμό κινδύνου για τον αγοραστή-επενδυτή, μοιάζει αδι-

αμφισβήτητο· σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει προεχό-

ντως –ή πολλώ δε μάλλον αμιγώς– τυχηρό ή παιγνιώδη χαρακτήρα, όπως αντιθέτως η

αγορά των πάσης φύσεως παραγώγων (

derivatives

) ή των λεγόμενων «ασφαλίστρων

κινδύνου» (

CDS, Credit Default Swaps

). Βλ. όμως και κατωτέρω στο κείμενο

υπό IV

.