Previous Page  30 / 42 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 30 / 42 Next Page
Page Background

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

242

υπό το ισχύον κατά τον χρόνο της ακυρωθείσης πράξεως νομικό και πραγ-

ματικό καθεστώς, καμιά νομική ευχέρεια να εκδώσει νέα πράξη που θα ικα-

νοποιεί το αίτημα του διοικουμένου».

Με το νομολογιακό κανόνα που εισήχθη διασώζεται, κατ’ αποτέλεσμα, το κύρος

της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον το δικαστήριο αρνείται να υπεισέλθει στη

βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως. Συνέπεια του χαρακτηρισμού

ορισμένου λόγου ως αλυσιτελούς είναι ότι το δικαστήριο αρνείται να εξετάσει την

ουσιαστική βασιμότητά του, με αποτέλεσμα ο λόγος αυτός να μην ασκεί επιρροή

στο αποτέλεσμα της δίκης. Η εξέταση της λυσιτέλειας ενός λόγου ακυρώσεως

προηγείται λοιπόν λογικά της εξέτασης του βασίμου, το οποίο, όπως κατά κανό-

να διαφαίνεται, εάν εξεταζόταν από το δικαστήριο, θα γινόταν δεκτό.

Σε μεταγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών ΣτΕ οι αλυσιτελείς λόγοι

ρητά χαρακτηρίζονται ως απαράδεκτοι

34

. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η αλυσιτέ-

λεια έχει δικονομική απλώς υπόσταση, δεν αφορά τη νομιμότητα της προσβαλ-

λόμενης διοικητικής πράξης: Αυτή παραμένει παράνομη και ο ιδιώτης που πλήτ-

τεται στα έννομα συμφέροντά του από την παρανομία της, αν και απορρίπτεται η

αίτηση ακυρώσεώς του, διατηρεί όλες τις αξιώσεις που του αναγνωρίζει το ουσι-

αστικό δίκαιο κατά της διοίκησης.

2. Προϋποθέσεις αλυσιτέλειας

Η μοναδική νόμιμη λύση, την οποία διαγιγνώσκει το δικαστήριο στην προσβαλλό-

μενη πράξη, εξαφανίζει το όφελος του αιτούντος από την ευνοϊκή έκβαση της δί-

κης, εφόσον η διοίκηση και μετά από τη δικαστική ακύρωση για τυπικό λόγο θα

πρέπει να επανέλθει με πράξη όμοιου περιεχομένου. Υπό το πρίσμα αυτό, σύμ-

φωνα με τη νομολογία που ακολουθεί την απόφαση ΣτΕ (Ολομ.) 530/2003, μια

ακυρωτική απόφαση για τυπικό λόγο δεν θα συνιστούσε εν προκειμένω δικαιοδο-

τική πράξη, εφόσον δεν θα επέλυε στην πραγματικότητα την κρινόμενη διαφορά,

αλλά απλώς γνωμοδότηση περί του ισχύοντος (διαδικαστικού) δικαίου. Αυτός εί-

ναι και ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, ο νομολογιακός κανό-

νας δεν παραβιάζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατ’ ά. 20 παρ. 1 Συντ.

και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, εφόσον το δικαίωμα αυτό αφορά την ουσιαστική και αποτε-

λεσματική προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων του αιτού-

ντος

35

. Εν τέλει, εφόσον δεν υπάρχει νόμιμη εναλλακτική λύση στην προσβαλλό-

μενη πράξη εξαιτίας του δέσμιου χαρακτήρα της διοικητικής αρμοδιότητας, είναι

προφανές ότι η διαδικαστική παρανομία δεν μπορεί να έχει ασκήσει επίδραση στο

περιεχόμενο της πράξης κατά της οποίας ζητείται έννομη προστασία.

34. ΣτΕ ΕΑ 413, 147/2008.

35. Βλ. ΣτΕ 3380/2011.