Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΛΗΜΜΕΛΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
245
θώς η αποδοχή των λόγων αυτών δεν θα κώλυε την εκ νέου έκδοσης όμοιας κατά πε-
ριεχόμενο πράξης.
Η εισαγωγή του κανόνα περί αλυσιτελών διαδικαστικών λόγων ακυρώσεως στο
ελληνικό δίκαιο συνιστά κατ’ ουσίαν μια νομολογιακή αναγνώριση του υπηρετι-
κού χαρακτήρα της διαδικαστικής νομιμότητας της διοικητικής πράξης έναντι της
ουσιαστικής: Στις περιπτώσεις στις οποίες η νομιμότητα του περιεχομένου της δι-
οικητικής πράξης κρίνεται βέβαιη, ενόψει του δέσμιου χαρακτήρα της διοικητικής
αρμοδιότητας, αίρονται οι συνέπειες της διαδικαστικής παρανομίας. Αντίστοιχα,
η νομολογία περί αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη
δομή της δικαστικής απόφασης, η οποία αποδίδει την προτεραιότητα του ουσια-
στικού διοικητικού δικαίου έναντι του διαδικαστικού
52
: Σε ένα πρώτο τμήμα του
δικανικού συλλογισμού ελέγχεται η ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης
πράξης ενόψει των προβληθέντων ουσιαστικών λόγων ακυρώσεως, και, στη συ-
νέχεια, αφού ο δικαστής καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη πρά-
ξη αποτελεί τη μοναδική νόμιμη λύση, υπεισέρχεται στους ισχυρισμούς του αι-
τούντος περί διαδικαστικής παρανομίας για να τους απορρίψει πλέον ως αλυσι-
τελείς. Προϋποτίθεται λοιπόν η ευχέρεια του δικαστηρίου να προτάξει στην από-
φασή του τον έλεγχο των ουσιαστικών λόγων ακυρώσεως έναντι των τυπικών.
Παραδοσιακά, η νομολογία εξέταζε πρώτα την τήρηση των διατάξεων σχετικά
με την αρμοδιότητα και τη διοικητική διαδικασία και μόνον στη συνέχεια προχω-
ρούσε στον ουσιαστικό έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Αντί-
στοιχα, η υιοθέτηση της θεωρίας των αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως επί πράξε-
ων δέσμιας αρμοδιότητας κατέστη το πρώτον δυνατή βάσει της ανατροπής του
κανόνα αυτού και την απελευθέρωση του ακυρωτικού δικαστή ως προς τη σειρά
εξέτασης των λόγων ακυρώσεως. Με την απόφαση του Δ΄ Τμήματος σε επταμε-
λή σύνθεση 2076/2000
53
, έγινε δεκτό, παρά ισχυρή μειοψηφήσασα γνώμη, ότι το
ΣτΕ «
έχει πάντοτε την ευχέρεια να προτάξει της εξετάσεως λόγων ακυρώσεως, οι
οποίοι ανάγονται στην τυπική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως, την εξέ-
ταση λόγου, αναγομένου, στην ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως αυτής, υπό
την προϋπόθεση, ότι δεν αμφισβητούνται από τα μέρη τα κρίσιμα για την εφαρμο-
γή του νόμου πραγματικά περιστατικά
». Αντίστροφα, όταν δεν βρίσκει εφαρμογή
ο κανόνας της αλυσιτέλειας, η δικαστική απόφαση μπορεί να μην υπεισέλθει κα-
θόλου σε λόγους ουσιαστικής νομιμότητας, αλλά να ακυρώσει για τον προβλη-
θέντα τυπικό λόγο, με την εξέταση του ουσιαστικού δικαίου πλέον να καθίσταται
αλυσιτελής, ήτοι χωρίς επίδραση στην έκβαση της διοικητικής δίκης
54
.
52.
Γώγος
, Χαριστήριο εις Λ. Θεοχαρόπουλο και Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, τ. 1, σ. 95.
53. ΔιΔικ 14 (2002), σ. 581 επ. με παρατηρήσεις
Γ. Παπαγιαννόπουλου
=ΔτΑ 2001, σ. 1247 επ. με
εκτενή σχολιασμό
Π. Παραρά
. Όμοια και η ΣτΕ 2072/2000.
54. Βλ. π.χ. ΣτΕ 1683/2011.