Η ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΛΗΜΜΕΛΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
251
νέου την ουσιαστική αρμοδιότητα, δέσμια ή κατά διακριτική ευχέρεια, που παρα-
χωρεί στη διοίκηση ο νόμος.
Με βάση τη συλλογιστική αυτή, ο κανόνας της ΣτΕ (Ολομ.) 530/2003 δεν θα έπρε-
πε να βρίσκει ευθεία εφαρμογή εν προκειμένω, εφόσον δεν ασκείται δεσμία κατά
περιεχόμενο αρμοδιότητα. Όμως αυτό που κατ’ ουσίαν χαρακτηρίζει τη θεωρία
των αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως είναι ότι αποδίδει προτεραιότητα στο ουσια-
στικό δίκαιο που διέπει την έννομη σχέση, δηλαδή στη νομιμότητα του περιεχομέ-
νου της διοικητικής πράξης έναντι της διαδικασίας έκδοσής της. Το στοιχείο αυτό
δικαιολογεί την εφαρμογή της θεωρίας των αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως και
στην προκείμενη περίπτωση. Θα διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: Εάν το αποτέλε-
σμα του ελέγχου νομιμότητας είναι η διατήρηση της αρχικής πράξης, η απόφαση
επί του ελέγχου νομιμότητας είναι απλώς συμπροσβαλλόμενη. Στην περίπτωση
αυτή θα πρέπει να ελεγχθεί εάν η αρχική πράξη ήταν η μόνη νόμιμη δυνατή. Σε
περίπτωση κατάφασης, οι τυπικοί λόγοι ακυρώσεως κατά ελεγκτικής απόφασης
με την οποία γίνεται δεκτή η νομιμότητα της αρχικής πράξης θα έπρεπε να θεω-
ρούνται αλυσιτελείς, όπως συμβαίνει επί απόρριψης προδικαστικών προσφυγής
στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Η απόρριψη της προ-
σφυγής νομιμότητας, όπως και η απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής διατηρούν
κατά περιεχόμενο την αρχική απόφαση της διοίκησης, η οποία αποτελεί το κύριο
αντικείμενο του δικαστικού ενδιαφέροντος.
Όταν η απόφαση του ελεγκτικού οργάνου είναι ακυρωτική της ελεγχόμενης πρά-
ξης, όπως συμβαίνει στην υπόθεση που έκρινε η ΣτΕ 1683/2011, τότε η νόμιμη
άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας αποτελεί το μόνο αντικείμενο ελέγχου από
τον διοικητικό δικαστή, εφόσον η αρχική (ελεγχόμενη) πράξη δεν αποτελεί, κατά
τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, συμπροσβαλλόμενη πράξη, ενόψει του
αντίθετου έννομου συμφέροντος του προσφεύγοντος. Και εάν ακόμη η ελεγκτική
αρμοδιότητα δύσκολα μπορεί να υπαχθεί στο νοητικό ζεύγος δέσμια αρμοδιότητα/
διακριτική ευχέρεια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την οπτική γωνία του διοικη-
τικού δικαστηρίου το ερώτημα, εάν σύννομα ακυρώθηκε η ελεγχόμενη πράξη, επι-
δέχεται μία μόνον νόμιμη απάντηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, η τοποθέτηση της μειοψη-
φίας στη σχολιαζόμενη απόφαση εμφανίζεται πειστικότερη, υπό την έννοια ότι πα-
ρακινεί το δικαστήριο να απαντήσει το ίδιο στο ερώτημα επί του σύννομου της διοι-
κητικής ακύρωσης της ελεγχόμενης πράξης, αντί να σταθεί στο πρόβλημα της νόμι-
μης συγκρότησης του ελεγκτικού οργάνου. Αντιθέτως, η ακύρωση για διαδικαστι-
κό λόγο και αναπομπή στη διοίκηση δεν φαίνεται να υπηρετεί εν προκειμένω κά-
ποια αξία του διοικητικού δικαίου: Το ελεγκτικό όργανο δεν ασκεί διακριτική ευχέ-
ρεια, της οποίας η άσκηση περιχαρακώνεται έναντι του διοικητικού δικαστή, ούτε
προστατεύεται για άλλο λόγο η αρμοδιότητα απόφανσης της διοίκησης κατά την
άσκηση διοικητικής εποπτείας, εφόσον το εποπτεύον όργανο μόνον επί της νομιμό-
τητας κρίνει, όπως και το ΣτΕ, το οποίο θα όφειλε να τάμει ουσιαστικά τη διαφορά.