Previous Page  13 / 38 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 13 / 38 Next Page
Page Background

12

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

στήμονας –υψηλού ακαδημαϊκού κύρους– διατυπώνει ή ενστερνίζεται κάποια θε-

ωρησιακή πρόσβαση στο sein ή στο dasein ή ακόμη, σε θεωρία ή και εδραία γνώ-

μη, όπως εξάλλου συμβαίνει σε κάθε επιστημονική ανησυχία, αγωνία και περιο-

χή. Γι’ αυτό, το αναφερθέν θεσμικό οπλοστάσιο, μεταξύ άλλων, χρησιμεύει ως

νυκτοφύλακας ή ultium refugium, ακόμη και ως επιταγή ή απαγόρευση, η παρα-

βίαση των οποίων, ενεργοποιεί την κυρωτική αντίδραση. Όπως όμως επισημαί-

νουμε και στον πρόλογο, αμετάθετο όριο παραμένει διηνεκώς, η ηθική απόδειξη

με το εγνωσμένο περιεχόμενό της. Συνηθίζεται το αξιολογικό περίβλημα οντολο-

γικών δεδομένων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου η αποδεικτική ελευ-

θερία –και όχι αυθαιρεσία– του δικάζοντος δικαστή, να προάγεται

σε ηθική από-

δειξη

. Η αποδεικτική διεργασία όμως δεν είναι –και δεν επιτρέπεται ή επιβάλλε-

ται– να είναι

ηθική

, γιατί με τη λέξη αυτή, δεν εννοεί ο

Kant

ή ο

Spinoza

το ίδιο, επί

παραδείγματι. Ο φαινομενολόγος

Husserl

στη Δεύτερη Πραγματεία της Λογικής ή

η Μαρξιστική Ηθική ή ο

Κ. Τσάτσος

ή ο

Hegel

στη Λογική, στη Φαινομενολογία του

Πνεύματος κ.ά. ή η Χριστιανική Ηθική, σημαίνουν εντελώς διαφορετικές υπαγο-

ρεύσεις και προσλήψεις. Καταλληλότερη πρόσβαση στην έννοια

ηθική

, αναφορι-

κά με την απόδειξη, είναι η εκάστοτε συμπύκνωση και προβολή στο

εκδικάζον εί-

ναι

των νομοθετημένων όρων και σημασιών. Από την εκφορά λοιπόν, της δικα-

νικής πεποίθησης, δηλ. της οντολογικά προσιδιασμένης ηθικής προκείμενης του

δικαστή, θα εκκαλυφθεί στο ακροατήριο και στο επέκεινα, η εσώτερη ηθική του

κρίση –δηλ. εδώ, πως κρίνει τον κατηγορούμενο– που φυσικά θα υπαχθεί εντεύ-

θεν στην ειλικρινή ή προσχηματική αποδοχή ή αντίστροφα, στον περαιτέρω δικα-

στικό έλεγχο ή σε σπανιότατες περιπτώσεις, στην ενεργοποίηση του άρθρου 120

Συντ. Όπως μας διαβεβαιώνει τουλάχιστον η κατώτατη βαθμίδα της λογικής, ού-

τε κοινή λογική υπάρχει, ούτε, κατά μείζονα λόγο,

κοινή ηθική

, για να προσδιο-

ρίσουμε την ταυτότητα εν προκειμένω

της απόδειξης

. Επιπλέον, αμφισβητείται η

έννοια

της κοινωνίας

, η οποία εν πολλοίς και αυτονοήτως τίθεται ως ομόγνωμη

δήθεν προϋπόθεση του κοινού καλού. Σήμερα, μάλιστα, δεν είναι –και λόγω της

παγκοσμιοποίησης βλ. σχετ. τα έργα μου για την παγκοσμιοποίηση– η περίοδος

των «ελληνικών κοινωνιών», για να θυμηθούμε το συνταρακτικό έργο του καθη-

γητή –και παν/κού μου δασκάλου–

Πανταζόπουλου

. Πρωτίστως όμως, η κυρίαρ-

χη ηθική συγκαθορίζεται. Ποια ομάδα ωστόσο εκάστοτε δεσπόζει στο προσκήνιο

ή αν ο δικαστής πρσβεύει αυτό το δεσπόζον ηθικό πρόταγμα ή όχι, αποτελεί διαρ-

κές ζητούμενο, και κάκιστα τιτλοφορεί ένα τόσο σπουδαίο κεφάλαιο της δικονομι-

κής μας νομοθεσίας. Με τη συμβατική του όρου έννοια, προ πολλού, η φράση αυ-

τή θα προσιδίαζε αδιαμφισβήτητα σε άρχουσα θεολογία, εκκοσμικευμένη βούλη-

ση του άρχοντος συγκροτήματος εξουσίας, κυρίαρχη μικροαστική ηθική

κ.λπ.

Η

ορθότερη περιγραφή, για προφανείς λόγους, των διατάξεων, αυτού του κεφα-

λαίου είναι

η νομική

ή διαφορετικά, η χωρίς επιθετικό πρόσημο

δικαστική από-

δειξη του εγκλήματος.

Είμαστε όμως, υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε την θε-

σπισθείσα και επικρατήσασα ορολογία, επιχειρηματολογώντας μόνο για τα εννοι-

ολογικώς υπαγόμενα ή εκφερόμενα στο όνομα αυτής της έννοιας στοιχεία, δηλ.

στην επιστημονική πραγμάτευση αυτού του αόριστου, αδιευκρίνιστου και τελι-

κώς, επισφαλούς ζητήματος.